"Αν έχεις ένα κήπο και μια βιβλιοθήκη, έχεις όλα όσα σου χρειάζονται..." Κικέρων, 106-43 π.Χ.

"Αν έχεις ένα κήπο και μια βιβλιοθήκη, έχεις όλα όσα σου χρειάζονται..." Κικέρων, 106-43 π.Χ.

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015


Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη, Η Μάχρια της Λήθης
Βιβλιοπαρουσίαση
Επιμελητήριο Ηρακλείου(αίθουσα Καστελλάκη),  20/11/2014

Γράφει ο Δημήτρης Περοδασκαλάκης*

Αγαπητοί φίλοι,
Επιτρέψτε μου να εκφράσω τη χαρά μου για τη συνάντησή μας με αφορμή το νέο βιβλίο της αγαπητής και πολυτάλαντης Ρένας, την οποία εξαρχής ευχαριστώ για την τιμητική προς το πρόσωπό μου πρόσκληση να μιλήσω για το μυθιστόρημά της Η Μάχρια της Λήθης που έχετε ανά χείρας από τον εκδοτικό οίκο Λιβάνη.
Είπα μόλις πριν τον όρο: συνάντηση. Μήπως αυτό δεν κάνει η Λογοτεχνία; Τι άλλο απεργάζεται παρά τη συνάντησή μας ως αναγνωστών με μιαν αλήθεια ή μάλλον με πολλές αλήθειες που προσφέρονται μέσα από μια πλαστή διήγηση, μέσα δηλαδή από ένα ψέμα. Αυτό δεν δηλώνει κατά κάποιο τρόπο και ο όρος μυθιστόρημα; Την ιστόρηση ενός μύθου αλλά και αντιστρόφως, τη μυθοποίηση μιας ιστορίας. Και τα δύο τούτα, και το χάλκεον, κατά την ποιητική έκφραση του Κάλβου, χέρι της Ιστορίας, και τη φτερωμένη φαντασία της συγγραφέως θα βρούμε στον εν λόγω βιβλίο.

Αναφέρω εν συντομία την υπόθεση, η οποία σημειωτέον δεν ολοκληρώνεται στο παρόν βιβλίο. Η συνέχεια προφανώς έπεται σε άλλο βιβλίο που θα εκδοθεί. Η κ. Πετροπούλου αποφασισμένα μας κρατά σε ηδονική αναμονή.
Λοιπόν: Βρισκόμαστε στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη του 1867, και ειδικότερα στο οροπέδιο Λασιθίου, όπου γεννιέται στο αρχοντικό σπίτι του Λεωνίδα Καλλιμάρκου ένα κορίτσι-άνομος καρπός της κόρης του και ενός αντάρτη. Το ανεπιθύμητο μωρό δίνεται για υιοθεσία σε ένα ζευγάρι τούρκων εν αγνοία της οικογενείας, ενώ ο παππούς τού χαρίζει ένα βαρύτιμο μινωικό κόσμημα και του εύχεται να μην το αποχωριστεί ποτέ. Το ζευγάρι των Τούρκων, η Μιχριμπάν και ο Σουλεϊμάν ανατρέφουν το παιδί που τους φέρνει ο αδελφός του Σουλεϊμάν, Καπετάν Σουκρού. Το κορίτσι μεγαλώνει και ομορφαίνει με το όνομα Μάχρια ώσπου αρπάζεται για το χαρέμι του σουλτάνου και μετονομάζεται σε Γκιουσελβέρ που σημαίνει: αυτή που αγαπά τα τριαντάφυλλα. Καταφέρνει να αποδράσει από το χαρέμι του σουλτάνου και φεύγει μετά από περιπετειώδη καταδίωξη με τη μητέρα της και τον θείο της καπετάν Σουκρού που είναι ερωτευμένος κρυφά με τη νύφη του-ο αδελφός του έχει σκοτωθεί κατά την αρπαγή της κόρης για το χαρέμι- για τη Μασσαλία. Τακτοποιούνται οικογενειακώς και γνωρίζουν όντας μουσουλμάνοι τον δυτικό τρόπο ζωής. Η Μάχρια επιδίδεται σε σπουδές στην ευρωπαϊκή κουλτούρα και ζει στο πρόσωπο του Ζακ, υπαλλήλου στη γαλλική πρεσβεία στο Παρίσι έναν θυελλώδη και αυτοκαταστροφικό έρωτα που την οδηγεί στο όπιο, ενώ ο ίδιος παίρνει μετάθεση για την Αίγυπτο.
Στο σημείο αυτό τελειώνει ή μάλλον διακόπτεται η ιστορία.  


Όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης, στην ευφυή σύλληψη της Πετροπούλου μείγνυνται γεωγραφικοί και πολιτισμικοί χώροι (Λασίθι, Χάνδακας, Σμύρνη, Κων/πολη, Έφεσος, Αιγαίο, Μασσαλία, Παρίσι), πρόσωπα και αξιώματα, ανθρώπινοι τρόποι και παθογένειες, σε ένα αριστοτεχνικό συγγραφικό παζλ, όπου η μακροϊστορία των μεγάλων ιστορικών γεγονότων που αφορούν σε έθνη και αυτοκρατορίες συμπλέκεται με τη μικροϊστορία της ανθρώπινης καθημερινότητας και συνθήκης, η οποία έχει τους μεγάλους της επίσης σταθμούς- ο διαχωρισμός εξάλλου μικρό και μεγάλο στην ιστορία είναι συμβατικός. Όλα είναι μικρά και όλα είναι μεγάλα. Σημασία έχει από πού βλέπεις και από πού ακούς ή μάλλον πόσο βλέπεις και πόσο ακούς τους τριγμούς της ανθρώπινης ύπαρξης στη διασταύρωσή της με τον πόλεμο, τον έρωτα, το νόστο, την τέχνη για να αναφερθώ σε τέσσερα μεγαθέματα αυτής της φιλόδοξης όντως μυθιστορηματικής κατασκευής από τη Ρένα Πετροπούλου.
Έτσι στο βιβλίο της, το ατομικό διαλέγεται με το συλλογικό, το εθνικό με το υπερεθνικό, το λαϊκό με το ακαδημαϊκό και το εστέτ, οι άγριες εικόνες και τα οριακά βιώματα σε ένα πλοίο που ναυμαχεί έχουν την αντίστιξή τους με τη νωχέλεια των παριζιάνικων μπιστρό της Μπελ Επόκ και τις ξεναγήσεις σε αίθουσες τέχνης. Αυτή η διαλεκτική των καταστάσεων και των προσώπων που ενέχονται σε αυτές, συγκροτεί την παφλάζουσα αφηγηματική ύλη του βιβλίου, η οποία μπορεί μεν να κατευθύνεται ρέουσα προς μια γραμμική χρονικώς κοίτη, ωστόσο κάθε φορά εκβάλλει μέσα από πολλές αφηγηματικές κρήνες, που καθιστούν το μυθιστόρημα πολυφωνικό. Σε εκπλήσσει μάλιστα ο τρόπος με τον οποίο στήνεται αυτή η πολυφωνία. Οι ήρωες παρουσιάζονται να μιλούν για τον εαυτό τους και για τους άλλους σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όντας οι ίδιοι πρωταγωνιστές και αφηγητές, μέσα στον χρόνο της ιστορίας και συγχρόνως έξω από αυτόν, συνεργοί της ίδιας της συγγραφέως που εγκαταβιούν στην πολύπτυχη φαντασία της αλλά και αυτονομούνται παραδόξως από αυτήν.
Η επιλογή της Πετροπούλου να στήσει έτσι τον αφηγηματικό της καμβά δηλώνει τη συγγραφική τόλμη της, τη θεατρική και κινηματογραφική ταυτόχρονα τεχνική της. Οι πολλαπλοί ήρωες του μυθιστορήματος, εικοσιτέσσερις τον αριθμό, παρελαύνουν μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη, ο οποίος με την πρωτοπρόσωπη αφήγησή τους νιώθει παραλήπτης ενός ημερολογίου ζωών που ξεδιπλώνονται μέχρι του βαθύτερου ψυχισμού τους. Έτσι στη γραφή της Πετροπούλου δεν εκδιπλώνεται μόνον ο γεωγραφικός χάρτης της περιπέτειας και της δράσης των προσώπων, η συμπλοκή τους δηλαδή με τον εξωτερικό χώρο που πλαισιώνει σκηνοθετικά την ύπαρξη, αλλά εκδιπλώνεται παράλληλα ο εσωτερικός χάρτης εκάστου προσώπου, για να αναφανούν οι ψυχικές διαδρομές του και τα εσωτικά του τοπία, με τους όρους μιας ομοδιηγητικής και αυτοδιηγητικής λογοτεχνικής και ψυχογραφικής πράξης.  
Αυτήν την αμεσότητα που καταργεί τον διάμεσο συγγραφέα, τη στιγμή που ο ίδιος καθοδηγεί με μαεστρία τα πάντα, όντας κρυμμένος στην κουρτίνα της αφήγησης, την πετυχαίνει εντυπωσιακά η Πετροπούλου. Τα πρόσωπα αναλαμβάνουν να πουν την ιστορία τους, ακριβώς διότι την ιστορία των γεγονότων αλλά και την ιστορία των συναισθημάτων τη ζει κανείς προσωπικά- αυτό φαίνεται να είναι και το credo της συγγραφέως. Έτσι γίνεται έκδηλος ο τρόπος με τον οποίο οι οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές και ψυχολογικές δυνάμεις συγκροτούν τα ανθρώπινα υποκείμενα και σφραγίζουν ανεξίτηλα τις ζωές τους.  

   Είναι ευτύχημα επίσης ότι τα πολλά πρόσωπα που σπονδυλώνουν την αφήγηση είναι σύστοιχα με το ήθος και τη γλώσσα του ρόλου τους, έχουν δηλαδή, όπως το είπε ο αρχαίος φιλόσοφος και πρώτος τεχνοκριτικός Αριστοτέλης «ομαλόν ήθος», «κατά το εικός και αναγκαίον». Που σημαίνει ότι ο υπηρέτης είναι υπηρέτης, ο αφέντης –αφέντης, ο σουλτάνος-σουλτάνος κ.ο.κ. 
Υπό την έννοια αυτή, της εύλογης δηλαδή συστοιχίας ανάμεσα στο ήθος και τη γλώσσα χρησιμοποιείται η κρητική διάλεκτος, οι τούρκικες λέξεις, τα φράγκικα και κοσμοπολίτικα γλωσσήματα, οι ποιητικές περιγραφές της φύσης (ας μην ξεχνάμε τη θητεία της συγγραφέως στην ποίηση), ο ιστορικός και ο μαγικός –ανατολίτικος, θα έλεγα, ρεαλισμός, όπου χρειάζεται. Έτσι συντίθεται ένας καλοδουλεμένος, με την ακρίβεια χειροτεχνήματος, κεντημένος στην οξυμμένη γλωσσική ευαισθησία και καλλιέργεια της Πετροπούλου λόγος που ρέει πλούσιος και απρόσκοπτα στο εύρος της αφήγησης. Θα μπορούσε επίσης να παρατηρήσει κανείς τον ρομαντικό τόνο που διαστίζει σκόπιμα και έντονα από μέρους της συγγραφέως το β΄ μισό του βιβλίου με την εστίαση της αφήγησης στην ερωτική σχέση της Μάχριας με τον Ζακ, ακριβώς για να προβληθεί το ρομαντικό πρότυπο της εποχής με ήρωες που παλεύουν αυτοκαταστροφικά να γνωρίσουν τα συναισθήματά τους και τους εαυτούς τους όντας μέσα στις σιδερένιες αγκάλες της ιστορίας και των ανθρώπινων παθών.
 Ειδικά για την πρωταγωνίστρια τίθεται το ζήτημα της πραγματικής της ταυτότητας-μην ξεχνάμε ότι είναι νόθα κόρη-και τούτο είναι και το ανοιχτό πεδίο του βιβλίου, η αποκάλυψη του μυστικού που λανθάνει, που έχει ξεχαστεί και κρυφτεί στην αχλύ των ποικίλων τροπών του βίου. Έτσι εξάλλου ονομάζεται η ηρωίδα. Η Μάχρια της Λήθης, η Μαρία δηλαδή της Λήθης. Μάχρια είναι η Μαρία στα τούρκικα. Κατά συνέπεια, η Μάχρια της Λήθης, η κόρη δηλαδή που έχει ξεχάσει ή ξεχαστεί από τους άλλους, συμπυκνώνει και υποκρύπτει εκ του αντιθέτου έναν αδιόρατο ακόμη για την αφήγηση του βιβλίου στόχο. Αυτός ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η Μάχρια της Μνήμης. Η ίδια η Λογοτεχνία εξάλλου ήδη από τις απαρχές της έχει ως αρχή καταστατική τη Μνήμη και τη Λήθη. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι δώρο των Μουσών που είναι κόρες της Μνημοσύνης. Σε αυτήν τη μνήμη αλλά και τη λήθη του εαυτού στοχεύει για πολλούς θεωρητικούς αλλά και δημιουργούς η Λογοτεχνία.  
Έτσι στην περίπτωση της Μάχριας ο ίδιος ο στόχος συγχρόνως είναι και το βέλος, το βέλος-πρόσωπο. Στο ίδιο πρόσωπο δηλαδή συμποσούνται τόσο η Μνήμη όσο και η Λήθη του εαυτού του,  αλλά και η Μνήμη και Λήθη των άλλων. Δεν είναι τυχαίο κατά τούτο στο εσώφυλλο του βιβλίου, το παράθεμα από τον μεγάλο περιπλανώμενο Ρώσο συγγραφέα Ναμπόκοφ: «Ποιο βέλος πετάει παντοτινά; Το βέλος που στο στόχο του καρφώθηκε».
Με οδηγό αυτή την ανατρεπτική ρήση του Ναμπόκοφ, παρακολουθούμε την τροχιά αυτού του βέλους- προσώπου, της Μάχριας, μέσα στα ρήγματα της ύπαρξης και της ιστορίας, όπως το εκτόξευσε η τεχνήεσσα και χαρίεσσα γραφή της Πετροπούλου. Περιμένουμε να δούμε, στο επόμενο βιβλίο της που θα είναι και το δεύτερο μέρος, πώς και πού το βέλος αυτό θα καρφωθεί, χωρίς να μας διαφεύγει ότι το όνομα του κατεξοχήν τόξου, όπως λέγει ο φωτεινότατος Ηράκλειτος, είναι η ίδια η ζωή: τω ουν τόξω όνομα βίος. Αυτήν την ίδια τη ζωή στην πολυμορφία των καταστάσεων και των επιλογών, των ψυχισμών και των γεγονότων, των ρηγμάτων και της πρόσκαιρης αρμονίας, των προσώπων και των λαών, των ρητών και των άρρητων της λογοτεχνίας και της τέχνης βιωμάτων και νοημάτων γενικότερα διερευνά με τη γραφή της η συγγραφέας. Γι’ αυτό και με βιβλίο της πλουτίζει την αναγνωστική εμπειρία μας και ζωή. Σκεφτόμουνα, γυρίζοντας την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος, «τ’ ωραίο ταξίδι»,  «τον μακρύ δρόμο» , που μου έδωσε η Πετροπούλου, για να μιλήσω με τον τρόπο του Καβάφη, «τες καλές πραγμάτειες», τα «ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής» που βρήκα στους λιμένες και τις αποβάθρες των ηρώων του βιβλίου της.  
Δεν μπορούμε λοιπόν παρά να συγχαρούμε την κ Πετροπούλου για την ανάληψη αυτού του εγχειρήματος. Στόχευσε και μακριά και υψηλά, με βέλος εύστοχο από την ίδια πλούσια συγγραφική της φαρέτρα, γι’ αυτό και τα θηράματά της πλούσια και πολλά για τους συνδαιτυμόνες της ανάγνωσης.
Ρένα, γι’ αυτή τη μαχητική, επίμοχθη, καλλιεπή και αξιανάγνωστη προσφορά σε ευχαριστούμε.  

* Ο Δημήτρης Περοδασκαλάκης είναι φιλόλογος και ποιητής




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου