ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΒΑΛΤΙΝΟΥ
Αγαπητοί φίλοι -Κυρίες και κύριοι
Αισθάνομαι την ανάγκη, πρώτ’ απ’ όλα να εκφράσω εκ μέρους της Λέσχης Ανάγνωσης Διηγήματος Ηρακλείου, τις θερμές μας ευχαριστίες προς τον κ. Βαλτινό, ο οποίος με τόση προθυμία και καλή διάθεση ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή μας και αποφάσισε να τιμήσει με την παρουσία του την αποψινή μας εκδήλωση, αλλά και την την πόλη μας με την επίσκεψή του.
Ο κ. Θανάσης Βαλτινός δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, αφού, όπως είναι γνωστό, πρόκειται για σπουδαία προσωπικότητα του καιρού μας, από τους κορυφαίους της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 2008, με πλήθος βραβεία, τιμές και διακρίσεις. Έχει τιμηθεί με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα»(1984), με το κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του «Στοιχεία για τη δεκαετία του 60» (1998), με το διεθνές βραβείο Καβάφη (2001) και το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών «Πέτρος Χάρης»(2002). Το 2003 του απενεμήθη ο χρυσός σταυρός του τάγματος της τιμής της ελληνικής Δημοκρατίας. Είναι μέλος της ευρωπαϊκής Ακαδημίας επιστημών και τεχνών και υπήρξε πρόεδρος της εταιρείας συγγραφέων επί πολλές θητείες. Σήμερα , νομίζω από το Μάρτιο του 2012, είναι πρόεδρος του Ε. ΚΕ. ΒΙ.
Έχει γράψει διηγήματα, μυθιστορήματα, σενάρια για τον κινηματογράφο και έχει μεταφράσει αρχαίες τραγωδίες για το θέατρο του Καρόλου Κουν, Τρωάδες, Μήδεια, Ορέστεια. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, σουηδικά, ολλανδικά, βουλγαρικά, τούρκικα.
Είναι πολύ δύσκολο μέσα στα πολύ περιορισμένα πλαίσια μιας ομιλίας να μπορέσει κανείς να παρουσιάσει ένα τόσο σπουδαίο, πολυποίκιλο και απαιτητικό έργο. Εξ ανάγκης λοιπόν θα περιοριστώ σε κάποιες ελάχιστες, αλλά απαραίτητες αναφορές. Σε γενικές γραμμές θα συμφωνήσω με την Ελισάβετ Κοτζιά, η οποία υποστηρίζει πως ο κ. Βαλτινός έγραψε μυθιστόρημα με κείμενα που υποδύθηκαν όλα τα γνωστά είδη του λόγου: θεατρικό δράμα, προφορική μαρτυρία, διαφημιστικό σλόγκαν, επιστολογραφία, ημερολόγιο, δοκιμιακό λόγο καλύπτοντας ταυτόχρονα τις πολύπλευρες όψεις του αγροτικού, λαϊκού, μικροαστικού και αστικού βίου, την ιδιωτική και δημόσια ζωή, τη λόγια ενασχόληση και την καθημερινή δράση.
Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, αντλεί τη θεματική του, από πραγματικά γεγονότα της περιόδου της ελληνικής ιστορίας που ακολούθησε τη γερμανική κατοχή και κυρίως της εποχής του εμφυλίου, αλλά και από τους βαλκανικούς πολέμους και τη Μικρασιατική καταστροφή. Γεννήθηκε στο Καστρί Κυνουρίας, στην ορεινή Αρκαδία το 1932 και βίωσε την αγριότητα του εμφυλίου πολέμου στην εφηβεία του, από τα δεκατρία του ως τα δεκαεννιά. Όπως λέει ο ίδιος « Ο εμφύλιος είναι η προσωπική μου ιστορία, τα εφηβικά μου χρόνια. Είναι κομμάτι της ζωής μου, γι’ αυτό μιλάω στα βιβλία μου. Δεν το κάνω για να αποτυπώσω μιαν εποχή , να γράψω χρονικό. Είναι η σχέση μου με ένα κόσμο ολόκληρο». Αυτή η σχέση θα αποτυπωθεί σε μια σειρά βιβλίων, από το πρώτο με τίτλο « Η κάθοδος των εννιά», που απέσπασε αμέσως το ενδιαφέρον του κοινού και της κριτικής, συνεχίστηκε με την «Ορθοκωστά» και στο « Συναξάρι Ανδρέας Κορδοπάτης Βιβλίο δεύτερο. Βαλκανικοί -22….» , στον «Τελευταίο Βαρλάμη», ως το πρόσφατο, έκδοση του 20012 με τον τίτλο «Ανάπλους». Πρωτότυπος και σ’ αυτό ο κ. Βαλτινός είναι σαν να συνδιαλέγεται με τα βιβλία του, να επανέρχεται, να συμπληρώνει προκαλώντας τον αναγνώστη να τα ξαναδιαβάσει με το ίδιο ενδιαφέρον. Να ξαναδεί την ασταμάτητη και άσκοπη πορεία μιας ομάδας ανταρτών, κυνηγημένων από καταδρομείς, Μάηδες και χωρικούς, μετά το τέλος του Εμφύλιου, την άνοιξη του 1949, πάνω στις λοφοπλαγιές του Μοριά, σε μια φοβερή αναμέτρηση όχι μόνο με τους διώκτες τους, αλλά και με το αβάσταχτο μαρτύριο της πείνας και της δίψας, ως την τελική τους εξόντωση, μέσα σ’ ένα φυσικό περιβάλλον που διατηρεί την ομορφιά του, αδιάφορο για τα μίση και τα πάθη των ανθρώπων. Να ακούει από τους αντιφρονούντες, τους λεγόμενους αντιδραστικούς και ταγματσφαλίτες τη δική τους αλήθεια μέσα από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Ε.Α.Μ. στο μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην Ορθοκωστά, σε μια πλαγιά του όρους Πάρνωνα, όπου είχαν κλειστεί και αθώοι, ανένταχτοι ιδεολογικά και πολιτικά, που δεν είχαν καμία σχέση με όσα τους κατηγορούσαν. Να προβληματιστεί με την «αμφίπλευρη τρομοκρατία», τις μάταιες ανθρωποθυσίες, τις εκτελέσεις, το μαύρο κύκλο του αίματος, μέσα από ανατριχιαστικά περιστατικά του εμφυλίου πολέμου, που θυμάται ο συγγραφέας, στην Σπάρτη , το Γύθειο και στις γύρω περιοχές της Λακωνίας και της Αρκαδίας, όπως περιγράφονται στο βιβλίο «Ανάπλους», αλλά και στον «Τελευταίο Βαρλάμη», όπου το αρχικά κοσμοπολίτικο και «παιγνιώδες» κλίμα καταλήγει και πάλι στην τραγωδία του Εμφυλίου και το θάνατο ενός αθώου νέου , του Βαρλάμη, ο οποίος ήταν εντελώς αμέτοχος στις σκληρές ιδεολογικοπολιτικές αντιπαραθέσεις.
O άλλος βασικός θεματικός άξονας, αναφέρεται στη μετανάστευση, και τον ξεριζωμό, ένα ζήτημα δυστυχώς και πάλι επίκαιρο. Θέμα που ταλανίζει την Ελλάδα από αρχαιοτάτων χρόνων, αφού, όπως λέει ο Ηρόδοτος «Η πενία αεί σύντροφος της Ελλάδος εστί». Προσέξτε όμως η πενία όχι η πτωχία. Πενία ονόμαζαν την αξιοπρεπή ένδεια , που προσπαθούσαν να την αντιμετωπίσουν με σκληρή εργασία, επινοητικότητα, και εφευρετικότητα, σε συνδυασμό με την αρετή. Εξ άλλου η πενία και ο πόνος, δηλαδή ο κόπος , ο μόχθος, προέρχονται από την ίδια ρίζα. Η πενία επομένως τους ανάγκαζε να γίνουν φιλόπονοι. Η πτωχία, αντίθετα, ήταν σχεδόν συνώνυμη με τη ζητιανιά, όπως και η πτώχευση σήμερα.
«Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» , ένα αφοπλιστικής αμεσότητας αφήγημα, προβάλλει με τον λιτό και υπαινικτικό τρόπο του Θ. Βαλτινού , τα πάθη και τους καημούς των Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική στις αρχές του 20ου αι. Η λέξη συναξάρι παρμένη από τους βίους των Αγίων, δείχνει τη συμπάθεια του συγγραφέα, για τα έργα και τις ημέρες του Ανδρέα Κορδοπάτη, που διατηρεί και στις πιο δύσκολες στιγμές την αγνότητα και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. «Εδώ μεγάλη φτώχια. Ο κόσμος κιντυνεύει, σήκωσε φτερό για έξω. Κάργα τα καράβια με τρεις χιλιάδες το καθένα, όλο παιδαρέλια. Δω εκεί κανένας σαραντάρης» μας λέει ο βασικός ήρωας με τον καθάριο λαϊκό του λόγο. Εποχή κρίσης και τότε , μετά την ήττα στον πόλεμο με τους Τούρκους, το 1897, όπως και μετά το 1950, οπότε γράφτηκε το βιβλίο «Στοιχεία για τη δεκαετία του 60», όταν είχαμε πάλι άλλο ,μεγάλο μεταπολεμικό κύμα μετανάστευσης. Και δεν μπορεί να μη σκεφτεί κανείς πως τελικά η ελληνική ιστορία, είναι μια ιστορία κρίσεων, με ελάχιστα διαστήματα κοινωνικής γαλήνης και ευμάρειας.
Στα «Στοιχεία για τη δεκαετία του 60», μας λέει ο συγγραφέας, «φιλοδοξία μου ήταν, κεντρικός ήρωας να καταστεί ο αναγνώστης, να αποκαλύψει το νοηματικό του ιστό, που συνέχει όλα αυτά τα εμφανώς ανόμοια μεταξύ τους κείμενα που απαρτίζουν το έργο». Ανάμεσα σ’ αυτά τα όντως ανόμοια κείμενα, επινοημένα ή μεταπλασμένα από το συγγραφέα, επιστολές, αποσπάσματα από ειδήσεις ,διαφημιστικές καταχωρίσεις που απηχούν την κοινωνική ατμόσφαιρα της δεκαετίας στην επαρχία και την πρωτεύουσα, υπάρχει και μια επιστολή προς τον προϊστάμενο της ΔΕΜΕ (Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστεύσεως) από ένα χηρεύσαντα αποστολέα από την Κρήτη, ο οποίος του εκμυστηρεύεται τους προσωπικούς του φόβους. « Εν Αρχάναις τη 6/11/ 1969 ….Και τώρα κ. προϊστάμενε, τα δυο μου παιδιά, μαζί και η νύφη μου, θέλουν να μεταβούν στην Αυστραλία, να εγκατασταθούν με τη λοιπή οικογένειά μου, που είναι εκεί πάνω. Μπορούμε να μεταναστεύσουμε; Όλοι μαζί, τα τρία μου παιδιά που είναι εδώ και εγώ;… Αλλά θα προτιμούσα το αεροπλάνο, γιατί ζαλίζομαι. Και το σπουδαιότερο κ. Προϊστάμενε, εγώ που είμαι 59 ετών και μόνος μου, θα μπορέσω να ζήσω εκεί πάνω; Τι με συμβουλεύετε; Με αγάπη Ιωσήφ Κουσκουμπεκάκης». Αλλού παρακολουθούμε την προσπάθεια άλλων απλών ανθρώπων του λαού να μιμηθούν μια γλώσσα πλαστή και ανοίκεια , την καθαρεύουσα της εποχής, με κωμικό αποτέλεσμα. «Παρακαλώ θερμώς την ΔΕΜΕ όπως ημερομηνήσει δια την πρόσληψίν μου δια Αυστραλίαν» ή «πέμπω τα απαιτούμενα χαρθιά και γνωρίζω υμίν ότι η σύζυγός μου Βασιλική δεν τυγχάνει έγκυος. Προς στιγμήν όχι, όχι…».Αλλά πίσω από όλα αυτά τα λεγόμενα και παραλειπόμενα αντιλαμβανόμαστε την ψυχοσύνθεση, την όλη ποιότητα και την κατάσταση των ανθρώπων εκείνων, που πήραν την απόφαση να φύγουν αναζητώντας στην ξενιτιά ό,τι δεν μπόρεσε να τους εξασφαλίσει η πατρίδα, την επιβίωση. Και όχι μόνο επιβίωσαν αλλά όπου κι αν πήγαν διακρίθηκαν, σε όλους τους τομείς και έγιναν έπειτα ευεργέτες της φτωχής τους πατρίδας. Και πάλι εδώ αναγνωρίζουμε την τέχνη του συγγραφέα, ο οποίος κατορθώνει να αποδώσει τόσο πειστικά την ατμόσφαιρα, το ήθος και το ύφος μιας ολόκληρης εποχής. Θα πρέπει να τονίσουμε πως και όλα τα άλλα βιβλία του Θ. Βαλτινού , των οποίων μόνο τους τίτλους θα αναφέρω, λόγω έλλειψης χρόνου, «Τα τρία ελληνικά μονόπρακτα», «Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο», «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν», «Φτερά μπεκάτσας», «Ημερολόγιο1836-2011», «Σχισμή φωτός», η συλλογή διηγημάτων «Εθισμός στη νικοτίνη», «Άνθη της Αβύσσου», «Κρασί και νύμφες», είναι βιβλία που οριοθέτησαν καινούργιες υφολογικές και τεχνικές αναζητήσεις. Ο κ. Θ. Βαλτινός κατά γενική ομολογία συνεχώς πειραματίζεται με τον τρόπο του γράφειν και πάντα με επιτυχία. Είναι ο μοναδικός συγγραφέας της γενιάς του που ακόμη εξελίσσεται και μας ξαφνιάζει ευχάριστα με κάθε νέο βιβλίο του. Το έργο του φαινομενικά απλό, δεν είναι καθόλου εύκολο. Η απλότητα καλύπτει τη μαστοριά και την επίμοχθη δουλειά ενός δεξιοτέχνη που ξέρει να εφαρμόζει, κατά τον Αλέξανδρο Κοτζιά, το χρυσό κανόνα του παγόβουνου, σύμφωνα με τον οποίο, σε κάθε έργο άξιο του ονόματος λογοτέχνη εξέχει μόνο το ένα δέκατο του πραγματικού όγκου του. Η αξία της γραφής του πηγάζει από τη συνέπειά του απέναντι στην τέχνη που υπηρετεί. Ο πειραματισμός του με διαφορετικά εκφραστικά μέσα, η αυστηρή αναμέτρηση με τις λέξεις, η λιτότητα του ύφους είναι αυτά που κάνουν τα έργα του απολαυστικά και ασύγκριτα μεγαλειώδη. Το αξιοθαύμαστο στα έργα του Θ. Βαλτινού είναι ότι το ατομικό μετασχηματίζεται σε συλλογικό, η ιστορία συμπλέκεται με την συλλογική μνήμη και τη μυθοπλασία, με απόλυτη επιτυχία.
Δάσκαλοί του, όπως έχει πει ο ίδιος υπήρξαν πολλοί. Ανάμεσα σ’ αυτούς και τα βιβλικά κείμενα. Η αποδραματοποιημένη παρατακτικότητα των ευαγγελίων παραδείγματος χάριν. Κάτι που έχουν επισημάνει πολλοί μελετητές του έργου του, όπως η κ. Μιτσοτάκη, και ο κ. Μ. Κοπιδάκης, ο οποίος εκτός από τα βιβλικά κείμενα, παραπέμπει και στον Όμηρο, χαρακτηρίζοντας μάλιστα την «Κάθοδο των εννιά», ως μια «Κρυφή Ιλιάδα», ένα σύντομο έπος για τη συντροφικότητα.
Εκείνο που εγώ θα ήθελα να προσθέσω τελειώνοντας, είναι πως ο κ. Βαλτινός με το έργο του , συχνά με παραπέμπει συνειρμικά, στο Θουκυδίδη, όχι μόνο για τις παράλληλες εικόνες της απάνθρωπης σκληρότητας, εκείνου του εμφυλίου, ιδίως από την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία, αλλά κυρίως για την αδέκαστη και καθαρή ματιά , με την οποία βλέπει τα πράγματα, τρόπος που έχει ως αποτέλεσμα, το πνευματικό δημιούργημα να γίνεται «κτήμα ες αεί των επιγενομένων». «Ως συγγραφέας, μας λέει ο ίδιος, δεν απονέμω δικαιοσύνη. Κάθε περιστατικό, συνδυασμένο μ’ ένα πλέγμα ιστορικών γεγονότων, αποβλέπει στο να οδηγήσει σε μια ευρύτερη αντίληψη για τα πράγματα. Δεν με απασχολεί η σχηματική πραγματικότητα αλλά το απόσταγμά της, στην ποιητική του μορφή. Έτσι κυνηγώ την αθανασία μου». Την αθανασία βέβαια ως συγγραφέας και ως Ακαδημαϊκός την έχει ήδη κατακτήσει. Εμείς πάντως του ευχόμαστε να είναι καλά και να συνεχίσει για πολύ καιρό ακόμα, να μας εκπλήττει ευχάριστα και να μας προσφέρει τα τόσο σπουδαία έργα του.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΒΑΛΤΙΝΟΥ, ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΥΓΑΚΗ
3/31/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου