ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ
ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ
Honoré de BALZAC
Παρουσίαση από την Κατερίνα
Ζωγραφιστού
«Αν και ζούμε σε
χαλεπούς καιρούς θα μιλήσουμε για ζωγραφική» είπε ο Μπαλζάκ. Παραφράζοντάς τον
θα έλεγα ότι εμείς, ενώ ζούμε σε δύσκολους καιρούς, θα μιλήσουμε για την τέχνη
του διηγήματος, με αφορμή τη νουβέλα «Το άγνωστο αριστούργημα».
Ο Μπαλζάκ ήταν
λάτρης της ζωγραφικής και στα σαλόνια τον συναντούμε παρέα με πολλά
υποσχόμενους ζωγράφους της εποχής, τον Ντεβεριά, τον Μπουλανζέ που έχει κάνει και την προσωπογραφία του
συγγραφέα, τον Ντελακρουά, ο οποίος έγραψε στο «Ημερολόγιό» του για τον Μπαλζάκ
εκείνης της εποχής (1830-1831): « Ένας λυγερός νεαρός, ντυμένος με μπλε σακάκι
και μαύρο, θαρρώ, μεταξωτό γιλέκο, ή πάντως με κάτι παράφωνο στο ντύσιμό του,
και ήδη ξεδοντιασμένος». Δεν έχανε, όμως, και καμιά ευκαιρία να αγοράσει έργα
ζωγραφικής, όταν είχε την οικονομική δυνατότητα, τις περισσότερες φορές με
δανεικά χρήματα. Τα έργα που μετέφερε από τη Ρωσία στο Παρίσι μετά το γάμο του
ζύγιζαν περίπου ένα τόνο, με τα οποία γέμισε το σπίτι του στην οδό Σεβρών.
Είναι ίσως άξιο να αναφερθεί ότι, ενώ, ήταν πολύ βαριά άρρωστος, επέμενε στη
γυναίκα του να δείξει τους πίνακές του στον Ουγκώ που είχε πάει να τον
επισκεφθεί και ότι στο σπίτι του μη μπορώντας να αγοράσει αυθεντικούς πίνακες
λόγω κόστους, είχε τοποθετήσει πινακίδες με τα ονόματα των ζωγράφων γραμμένα
επάνω.
Παρόλα όμως τα
κοινωνικά προβλήματα η συζήτηση γύρω από το σκοπό και τη λειτουργία της τέχνης
μονοπωλούσε τις συζητήσεις των διανοουμένων και των καλλιτεχνών. Το θέμα της
τέχνης χώρισε τους καλλιτέχνες σε δύο παρατάξεις. Άλλοι ήταν οπαδοί της άποψης
«η τέχνη για την τέχνη», δηλαδή ήταν υπέρ της αυτονόμησης της τέχνης, με
σημαιοφόρο το νεαρό τότε ποιητή Θεόφιλο Γκοτιέ και άλλοι ήταν υπέρμαχοι μιας
τέχνης στην υπηρεσία του ανθρώπου και της κοινωνίας, μιας τέχνης λειτουργικής.
Η πρώτη άποψη συμπίπτει με το θρίαμβο
του Ρομαντισμού, ενώ η δεύτερη προετοιμάζει ιδεολογικά το εν τη γενέσει τότε
ρεύμα του Ρεαλισμού. Στη σκιά αυτών των ρευμάτων έχει αρχίσει να αναπτύσσεται
με πολύ γρήγορους ρυθμούς μια νέα τάση: η ακαδημαϊκή τέχνη (Ο Ακαδημαϊσμός των
Πομπιέ). Ήταν μια τέχνη βασισμένη σε κανόνες, δεξιοτεχνική βέβαια, αλλά κούφια,
ρητορική, χωρίς έμπνευση, που φαίνεται να ικανοποιεί την αισθητική μιας νέας
πελατείας. Αυτή η πελατεία είναι η νεόπλουτη αστική τάξη, ματαιόδοξη και κατά
κανόνα απαίδευτη με πολύ συντηρητικές τάσεις.
Γι’ αυτή την τάξη ο Μπαλζάκ έλεγε ότι είναι «χωρίς αποφασιστικότητα,
χωρίς θάρρος, φιλάργυρη, μικροπρεπής κι αγράμματη, με την αγροίκα και ασπόνδυλη
μορφή διακυβέρνησης, που επιλέγει στην οροφή της Βουλής της να βάλει μερικά
συννεφάκια αντί για την τοιχογραφία που είχε ζωγραφίσει ο Ενκρ…….». Οι αστοί
όμως δεν εγκαταλείπουν το αγώνα να δώσουν όσο περισσότερη βαρύτητα μπορούν τον
ιστορικό τους ρόλο και να αφήσουν το στίγμα τους στην τέχνη. Όποιο κι αν ήταν
αυτό. Οι ανένταχτοι καλλιτέχνες έχουν περάσει στο περιθώριο, η τέχνη έχει γίνει
επάγγελμα και ασκείται κατά παραγγελία. Σίγουρα η εποχή δεν ήταν η κατάλληλη
για τους ασυμβίβαστους δημιουργούς, αυτούς που θα συναντήσουμε μέσα στο έργο
του Μπαλζάκ.
Η νουβέλα
οργανώνεται πάνω σε δύο άξονες. Τον έρωτα και την τέχνη. Πρωταγωνιστούν τρεις
ζωγράφοι, από τους οποίους ο Πουσσέν και ο Πορμπύς είναι ιστορικά πρόσωπα, ενώ
ο Φρενχόφερ δεν ταυτίζεται με κανένα. Υπάρχουν επίσης δύο γυναικείες μορφές που
δίδουν το όνομά τους στα δύο μέρη, η Ζιλέτ, ερωμένη του Πουσσέν και η Κατρίν
Λεσκώ που υποτίθεται εμπνέει τον Φρενχόφερ και αγωνίζεται στο φανταστικό
αριστούργημά του να αποδώσει τη μορφή της. Από τους τρεις ζωγράφους ο Πουσέν
είναι ταλαντούχος νέος ζωγράφος χωρίς αναγνώριση ακόμα, ο Πορμπύς είναι
καταξιωμένος ζωγράφος με πλούσιο ταλέντο και ο Φρενχόφερ μάγος που κινείται
οριακά μεταξύ τρέλας και μεγαλοφυΐας.
Ίσως γι αυτό ο συγγραφέας για τους δύο πρώτους δεν δίδει κανένα σωματικό
χαρακτηριστικό, ενώ επιμένει στη σωματική περιγραφή του τρίτου που τον
παρουσιάζει περίπου ως κλόουν με δαιμονικά χαρακτηριστικά. Η Ζιλέτ είναι μια
γυναίκα φανταστικής ομορφιάς, αγνή, βαθιά ερωτευμένη, αλλά ο Μπαλζάκ, όπως και
ο Όμηρος με την Ωραία Ελένη δεν μας δίδει κανένα συγκεκριμένο σωματικό
χαρακτηριστικό. Η Κατρίν Λεσκώ είναι προϊόν φαντασίας του Φρενχόφερ, που την
εξαίσια ομορφιά της, υποτίθεται ότι αγωνίζεται να αποδώσει στο τέλειο
αριστούργημα του.
Ο Φρενχόφερ
είναι ένας πλούσιος μικρόσωμος, γέρος ζωγράφος που ζει ολομόναχος, παραδομένος
σε μια φρενήρη αναζήτηση του απόλυτου στην τέχνη. Το απόλυτο γι αυτόν
αντιπροσωπεύεται από ένα πίνακα με θέμα μια μοναδική γυναίκα με την οποία
διαφαίνεται ότι έχει μια σχέση εντελώς ιδιαίτερη. Προσπαθώντας ο συγγραφέας να
τον περιγράψει γράφει:
«Ευσυνείδητος
και συνάμα ανούσιος, όλα πάνω του ξεπερνούσαν τα όρια της ανθρώπινης φύσης….»
«Έχει μελετήσει
σε βάθος τα χρώματα, την απόλυτη αλήθεια της γραμμής παρά τις άπειρες
αναζητήσεις του όμως, κατάληξε να αμφιβάλλει για το αντικείμενο αυτό καθαυτό
των αναζητήσεών του….»
«Είναι τόσο
τρελός, όσο και ζωγράφος…»
Οι αισθητικές
του παρατηρήσεις μεταπίπτουν σχεδόν σε μεταφυσικές. Ενώ είναι ρεαλιστής και σε
κάποια σημεία νατουραλιστής (περιγραφή εργαστηρίου Πορμπύς, πορτραίτο
Φρενχόφερ) εδώ το φανταστικό εισχωρεί μέσα στην αφήγηση. Πρέπει να
επισημάνουμε ότι υπάρχει μια ρομαντική τάση μέσα στα έργα του, αλλά ακόμα και
το λυρισμό τον προσγειώνει, με λέξεις δεξιοτεχνικά επιλεγμένες στην πίστα του
ρεαλισμού και αυτό ήταν απολύτως προσωπικό στυλ γραφής.
Οι σκέψεις μάλιστα που περνούν από το μυαλό του νεαρού Πουσσέν, όταν τον παρακολουθεί να προσθέτει κάποιες θαυματουργές πινελιές πάνω στον πίνακα του Πορμπύς με την Αγία Αιγυπτία, είναι ότι δεν πρόκειται για άνθρωπο, αλλά για κάποιο δαιμονικό ον. Ο Μπαλζάκ προστατεύει τον ήρωά του μέσα σε ένα κέλυφος μυστηρίου, «όλα πάνω στο συγκεκριμένο γέροντα ξεπερνούσαν τα όρια της ανθρώπινης φύσης». Όσο η αφήγηση προχωρεί αποκαλύπτεται μια μεγαλοφυΐα της τέχνης, ένας μεγάλος δημιουργός, «όχι ένας πρίγκιπας της τέχνης», αλλά ένας «θεός της ζωγραφικής», που κινείται οριακά ανάμεσα στην παράνοια και τη σοφία και αυτή η οριακή συμπεριφορά γίνεται κατάδηλη, όταν αποκαλύπτεται το μυστήριο του πίνακα και η σχέση του με τη ζωγραφισμένη γυναίκα, την «Κατρίν του» όπως την ονομάζει, μια σχέση ισχυρού ερωτικού πάθους. Μέσα στη φαντασία του η «Κατρίν» δεν είναι ένα πορτραίτο θεϊκής ομορφιάς, αλλά μια γυναίκα ζωντανή, με την οποία ζει και συνομιλεί ο ζωγράφος και αγωνίζεται να την τελειοποιήσει, αγωνίζεται να της χαρίσει την απόλυτη τελειότητα και φυσικά ως το πολυτιμότερο των αγαθών την κρατά μακριά από τα βλέμματα των ανθρώπων. Είναι η γυναίκα της ζωής του, το δημιούργημά του και είναι δική του, μόνο δική του. Όταν του ζητείται να παρουσιάσει τον πίνακά του απαντά
- Μου ζητάτε να
δείξω το δημιούργημά μου, τη σύζυγό μου;
- Η ποίηση και
οι γυναίκες δεν παραδίδονται γυμνές σε κανέναν άλλο εκτός από τον εραστή τους!
- Ο πίνακας
είναι μια γυναίκα, μια γυναίκα που μαζί της κλαίω, γελώ, συνομιλώ και
σκέπτομαι. Είμαι πάνω απ’ όλα εραστής παρά ζωγράφος.
Είναι το
σύνδρομο του Πυγμαλίωνα από το οποίο διακατέχεται ο παράξενος αυτός γέροντας.
Το πάθος του για τη φανταστική γυναίκα τον καταστρέφει. Ο Μπαλζάκ καταδικάζει
τον ήρωά του να πεθάνει, αφού παραδώσει στο εξιλαστήριο πυρ το έργο του.
Οι δύο άλλοι ζωγράφοι, που σε αντίθεση με το
φανταστικό Φρενχόφερ, είναι ιστορικά πρόσωπα, ο μεν νεόφυτος είναι ο Νικολά
Πουσσέν, ο Γάλλος κλασικιστής ζωγράφος, που ο Ενκρ θαύμαζε πολύ, ο δε άλλος
είναι ο Φλαμανδός Φρανς Πορμπύς, που η Μαρία των Μεδίκων απέλυσε για να
προσλάβει τον Ρούμπενς, γίνονται γρήγορα μέρος της καλλιτεχνικής αναζήτησης
του. Θα γνωριστούν και οι τρείς στο εργαστήριο του Πορμπύς, στη συνέχεια ο γέρος
ζωγράφος θα τους προσκαλέσει στο πολυτελές σπίτι του και γεμάτοι από καλλιτεχνική περιέργεια θα του
ζητήσουν να τους αποκαλύψει το εφτασφράγιστο μυστικό. Σ’ αυτό το πολύ λεπτό
σημείο θα στηριχτεί «η ανταλλαγή» που του προτείνουν. Ο νεαρός Πουσσέν ταλαντούχος
και πάμφτωχος συγκατανεύει να «θυσιάσει» την πανέμορφη ερωμένη του Ζιλέτ,
παραχωρώντας την ως ιδανικό μοντέλο στο γέρο καλλιτέχνη. Γυναίκα, λοιπόν, αντί
γυναίκας. Αξίζει να σημειώσουμε την ευαισθησία και τις λεπτές ψυχολογικές
παρατηρήσεις του Μπαλζάκ για τη Ζιλέτ, που συνειδητά αποφασίζει να θυσιαστεί για
να κερδίσει ο ερωμένος της την αναγνώριση. Η συμφωνία κλείνει και οι δύο
ζωγράφοι διεισδύουν με δέος στο άδυτο του εργαστηρίου. Εκεί τους περιμένει η
έκπληξη. Πάνω στον πίνακα που τους δείχνει ο Φρενχόφερ δεν βλέπουν αρχικά
τίποτε εκτός από συγκεχυμένα χρώματα και αλλόκοτες γραμμές, αλλά κοιτάζοντας
πιο προσεκτικά θα διακρίνουν σε μια γωνιά του πίνακα ένα πόδι θεσπέσιο, ζωντανό
που είχε ξεφύγει από την καταστροφή. Ήταν μια καταστροφή η προσπάθεια του
καλλιτέχνη να προσεγγίσει την τελειότητα; Κατέστρεψε το δημιούργημά του
προσπαθώντας να το τελειοποιήσει ή μήπως οι εξελίξεις στην τέχνη έδειξαν κάτι
άλλο, όσο ο αιώνας προχωρούσε; «Ο Φρενχόφερ είναι ακόμα τον καιρό που
γεννιέται, ο ένας, ο ιδιότυπος, «ο περιττός». Οι ασύντακτοι τρελοί, οι
ακατανόητοι και μόνοι, οι χωρίς πελατεία και κοινό καλλιτέχνες θα πυκνώσουν
σιγά-σιγά και θα αποδειχθεί πως είχαν το
σθένος και την αντοχή να δημιουργήσουν μια νέα τέχνη, τη μοντέρνα». Ο
Σεζάν, ο δάσκαλος της μοντέρνας τέχνης, ομολογούσε με δάκρυα στα μάτια ότι «Ο
Φρενχόφερ είμαι εγώ» και ο Πικάσο αναγνωρίζοντας και αυτός το «σύνδρομο
Φρενχόφερ» στο Σεζάν, παρατηρούσε ότι «Εκείνο που αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον μας στον Σεζάν είναι η αγωνία του. Αυτό
είναι το μάθημα του Σεζάν.»
Μήπως όμως ήταν
και αγωνία του Μπαλζάκ;
Από την πρώτη
γραφή ως και την τελική παραλλαγή (το έργο γνωρίζει πολλές και σημαίνουσες
μεταμορφώσεις) ο συγγραφέας περιβάλει το έργο του με μεγάλη φροντίδα. Προφανώς
έχει μεγάλη σημασία γι’ αυτόν. Και σ’ αυτό το συμπέρασμα μας οδηγεί ο ίδιος ο Μπαλζάκ,
όταν σε γράμμα στην αγαπημένη του κ. Χάνσκα, εμπιστεύεται τη σκέψη που του
υπαγόρευσε το Άγνωστο Αριστούργημα, πως «η πληθωρική παρουσία του δημιουργικού
παράγοντα σκοτώνει το έργο και την εκτέλεση». Δεν αφήνει περιθώρια για
υποθέσεις και αμφισβητήσεις. Είχε πιθανόν υπαρξιακή σημασία γι’ αυτόν, διότι
και ο ίδιος, ως συγγραφέας, γνώριζε καλά την αγωνιώδη αναζήτηση ενός δημιουργού
μέχρι να δώσει στο κοινό του ένα αριστούργημα. Το κοινό βέβαια, ο κόσμος που έρχεται
σε επαφή με το έργο τέχνης μόνο μια υποψία από αυτή την αγωνιώδη αναζήτηση
μπορεί να έχει, διότι γίνεται κοινωνός μόνο του αποτελέσματος, δεν βιώνει την
αγωνία της δημιουργίας. Τα σβησμένα, χιλιοδιορθωμένα χειρόγραφα ενός συγγραφέα
ή οι απανωτές πινελιές ενός ζωγράφου, ο αγώνας του δηλαδή, δεν ενδιαφέρει
σχεδόν κανένα παρά μόνο τον ίδιο, είναι βίωμά του προσωπικό. Είναι όμως μόνο
βίωμα ή είναι και η κατάθεση της ψυχής του ολόκληρης πάνω στο έργο; Ο
φανταστικός Φρενχόφερ αγωνίζεται να δώσει χρώμα, φως, ζωή, προοπτική, ανάγλυφες
μορφές στο έργο του, βρίσκεται σε μια συνεχή αγωνία, η τέχνη του απαιτεί την
ψυχή του.
Θα επιστρέψουμε λίγο στην ιδεολογία του. Καθώς
ο 19ος αιώνας είναι η περίοδος που η επιστήμη έχει αρχίσει να κερδίζει την
αξιοπιστία που της αρμόζει. Υπάρχει λοιπόν η τάση μέσα στα έργα του, να
αγκαλιάσει όλους τους τομείς της επιστήμης, τη φιλοσοφία, την ηθική, την
πολιτική, τις κοινωνικές επιστήμες, την οικονομία. Εκείνο που επιδιώκει ο
κεντρικός του ήρωας δεν αρμόζει στην τέχνη, αλλά στην επιστήμη, όπου
αναζητείται μια ιδανική επιστημονική θεωρία με την οποία να συμφωνήσουν οι
πάντες. Στην τέχνη αντίθετα δεν μπορούμε να συλλάβομε την ιδέες ενός ιδανικού
πίνακα που θα αποτελούσε τέλεια αναπαράσταση του κόσμου. Μια τέτοια ιδέα είναι
παράλογη. Κανένα νέο μεγάλο έργο δεν ακυρώνει τα προηγούμενα. Πρωταθλητισμός
στην τέχνη δεν υπάρχει
Μπορούμε εδώ να
θυμηθούμε το μυθιστόρημα του Oscar Wild το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ» όπου
το πορτραίτο ήταν ζωντανό γιατί μέσα του ζούσε η ψυχή του ζωγράφου που το φιλοτέχνησε,
και το «Πορτραίτο» του Γκόγκολ μέσα στο οποίο ζούσε μια φασματική μορφή που
επέστρεφε στον κόσμο των ζωντανών και τελικά κατέστρεψε το ζωγράφο που στο
δίλημμα τέχνη ή χρήμα διάλεξε το χρήμα και ασκώντας επαγγελματικά τη ζωγραφική
θυσίασε το ταλέντο του. Ίσως, αξίζει να συζητήσουμε, γιατί σε όλα αυτά τα έργα
και στο διήγημα «Σαραζίν» του Μπαλζάκ οι συγγραφείς θυσιάζουν στο τέλος τους
καλλιτέχνες.
Η ιστορία που μας αφηγείται ο Μπαλζάκ
διακρίνεται για την άριστη πλοκή και τη διαπραγμάτευση του θέματός του που
τελικά οδηγεί στην κορύφωση και στο δραματικό τέλος του καλλιτέχνη και των
δημιουργημάτων του. Η νουβέλα έχει επίσης μεγάλη αφηγηματική οικονομία και
πουθενά δεν φλυαρεί. To διήγημα είναι αναμφισβήτητα μια δύσκολη φόρμα που, όπως
το επίγραμμα επιβάλλει μια αυστηρή διαχείριση του λόγου. Στο Άγνωστο
Αριστούργημα ο συγγραφέας επιτυγχάνει απόλυτα να υπηρετήσει αυτή την απαίτηση.
Δεν αναφέρει τίποτε περιττό. Περιορίζεται αυστηρά στο θέμα του υπηρετώντας τη
βασική ιδέα. Η γενικότερη ζωή των προσώπων του δεν τον ενδιαφέρει. Μένει μόνο
στην ιδιότητά τους ως ζωγράφων που βρίσκονται σε διαφορετική
αξιολογική κλίμακα, ενώ έχουν και οι τρεις το ίδιο πάθος της έκφρασης.
Διαβάζεται ευχάριστα παρά το δύσκολο θέμα της και τις λεπτές αισθητικές παρατηρήσεις
περί ζωγραφικής και αποδεικνύει ότι ο Μπαλζάκ είναι ένας μάστορας της
αφηγηματικής τέχνης και δίκαια κατατάσσεται στους μεγάλους δημιουργούς της
πεζογραφίας.
Σας ευχαριστώ
που με ακούσατε και θα ήθελα αν συμφωνείτε στη συζήτησή μας να αναφερθούμε στα
παρακάτω ερωτήματα.
Τι είναι τέχνη
κι αν υπάρχει τέχνη κατά παραγγελία, είναι ένα θέμα προς συζήτηση.
Τι ήταν αυτό που
έβλεπε ο Φρενχόφερ πάνω στο μουσαμά που
ήταν δυσδιάκριτο από τους άλλους δύο καλλιτέχνες; Ήταν μεγάλη τέχνη; Η
μήπως, όταν οι άλλοι δεν κατανοούν μια μορφή τέχνης αυτή η τέχνη δεν υπάρχει;
Μήπως η τέχνη ζει μέσα από τα μάτια αυτών που
τη βλέπουν; Μήπως οι αναγνώσεις ενός έργου εικαστικού ή λογοτεχνικού είναι
τόσες όσοι και οι θεατές του ή οι αναγνώστες του;
Ποια είναι η
θέση του δημιουργού ο οποίος καταθέτει την ψυχή του στο έργο του εάν το μήνυμα
του έργου δεν είναι αναγνωρίσιμο από
τους άλλους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου