"Αν έχεις ένα κήπο και μια βιβλιοθήκη, έχεις όλα όσα σου χρειάζονται..." Κικέρων, 106-43 π.Χ.

"Αν έχεις ένα κήπο και μια βιβλιοθήκη, έχεις όλα όσα σου χρειάζονται..." Κικέρων, 106-43 π.Χ.

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015


Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη, Η Μάχρια της Λήθης
Βιβλιοπαρουσίαση
Επιμελητήριο Ηρακλείου(αίθουσα Καστελλάκη),  20/11/2014

Γράφει ο Δημήτρης Περοδασκαλάκης*

Αγαπητοί φίλοι,
Επιτρέψτε μου να εκφράσω τη χαρά μου για τη συνάντησή μας με αφορμή το νέο βιβλίο της αγαπητής και πολυτάλαντης Ρένας, την οποία εξαρχής ευχαριστώ για την τιμητική προς το πρόσωπό μου πρόσκληση να μιλήσω για το μυθιστόρημά της Η Μάχρια της Λήθης που έχετε ανά χείρας από τον εκδοτικό οίκο Λιβάνη.
Είπα μόλις πριν τον όρο: συνάντηση. Μήπως αυτό δεν κάνει η Λογοτεχνία; Τι άλλο απεργάζεται παρά τη συνάντησή μας ως αναγνωστών με μιαν αλήθεια ή μάλλον με πολλές αλήθειες που προσφέρονται μέσα από μια πλαστή διήγηση, μέσα δηλαδή από ένα ψέμα. Αυτό δεν δηλώνει κατά κάποιο τρόπο και ο όρος μυθιστόρημα; Την ιστόρηση ενός μύθου αλλά και αντιστρόφως, τη μυθοποίηση μιας ιστορίας. Και τα δύο τούτα, και το χάλκεον, κατά την ποιητική έκφραση του Κάλβου, χέρι της Ιστορίας, και τη φτερωμένη φαντασία της συγγραφέως θα βρούμε στον εν λόγω βιβλίο.

Αναφέρω εν συντομία την υπόθεση, η οποία σημειωτέον δεν ολοκληρώνεται στο παρόν βιβλίο. Η συνέχεια προφανώς έπεται σε άλλο βιβλίο που θα εκδοθεί. Η κ. Πετροπούλου αποφασισμένα μας κρατά σε ηδονική αναμονή.
Λοιπόν: Βρισκόμαστε στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη του 1867, και ειδικότερα στο οροπέδιο Λασιθίου, όπου γεννιέται στο αρχοντικό σπίτι του Λεωνίδα Καλλιμάρκου ένα κορίτσι-άνομος καρπός της κόρης του και ενός αντάρτη. Το ανεπιθύμητο μωρό δίνεται για υιοθεσία σε ένα ζευγάρι τούρκων εν αγνοία της οικογενείας, ενώ ο παππούς τού χαρίζει ένα βαρύτιμο μινωικό κόσμημα και του εύχεται να μην το αποχωριστεί ποτέ. Το ζευγάρι των Τούρκων, η Μιχριμπάν και ο Σουλεϊμάν ανατρέφουν το παιδί που τους φέρνει ο αδελφός του Σουλεϊμάν, Καπετάν Σουκρού. Το κορίτσι μεγαλώνει και ομορφαίνει με το όνομα Μάχρια ώσπου αρπάζεται για το χαρέμι του σουλτάνου και μετονομάζεται σε Γκιουσελβέρ που σημαίνει: αυτή που αγαπά τα τριαντάφυλλα. Καταφέρνει να αποδράσει από το χαρέμι του σουλτάνου και φεύγει μετά από περιπετειώδη καταδίωξη με τη μητέρα της και τον θείο της καπετάν Σουκρού που είναι ερωτευμένος κρυφά με τη νύφη του-ο αδελφός του έχει σκοτωθεί κατά την αρπαγή της κόρης για το χαρέμι- για τη Μασσαλία. Τακτοποιούνται οικογενειακώς και γνωρίζουν όντας μουσουλμάνοι τον δυτικό τρόπο ζωής. Η Μάχρια επιδίδεται σε σπουδές στην ευρωπαϊκή κουλτούρα και ζει στο πρόσωπο του Ζακ, υπαλλήλου στη γαλλική πρεσβεία στο Παρίσι έναν θυελλώδη και αυτοκαταστροφικό έρωτα που την οδηγεί στο όπιο, ενώ ο ίδιος παίρνει μετάθεση για την Αίγυπτο.
Στο σημείο αυτό τελειώνει ή μάλλον διακόπτεται η ιστορία.  


Όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης, στην ευφυή σύλληψη της Πετροπούλου μείγνυνται γεωγραφικοί και πολιτισμικοί χώροι (Λασίθι, Χάνδακας, Σμύρνη, Κων/πολη, Έφεσος, Αιγαίο, Μασσαλία, Παρίσι), πρόσωπα και αξιώματα, ανθρώπινοι τρόποι και παθογένειες, σε ένα αριστοτεχνικό συγγραφικό παζλ, όπου η μακροϊστορία των μεγάλων ιστορικών γεγονότων που αφορούν σε έθνη και αυτοκρατορίες συμπλέκεται με τη μικροϊστορία της ανθρώπινης καθημερινότητας και συνθήκης, η οποία έχει τους μεγάλους της επίσης σταθμούς- ο διαχωρισμός εξάλλου μικρό και μεγάλο στην ιστορία είναι συμβατικός. Όλα είναι μικρά και όλα είναι μεγάλα. Σημασία έχει από πού βλέπεις και από πού ακούς ή μάλλον πόσο βλέπεις και πόσο ακούς τους τριγμούς της ανθρώπινης ύπαρξης στη διασταύρωσή της με τον πόλεμο, τον έρωτα, το νόστο, την τέχνη για να αναφερθώ σε τέσσερα μεγαθέματα αυτής της φιλόδοξης όντως μυθιστορηματικής κατασκευής από τη Ρένα Πετροπούλου.
Έτσι στο βιβλίο της, το ατομικό διαλέγεται με το συλλογικό, το εθνικό με το υπερεθνικό, το λαϊκό με το ακαδημαϊκό και το εστέτ, οι άγριες εικόνες και τα οριακά βιώματα σε ένα πλοίο που ναυμαχεί έχουν την αντίστιξή τους με τη νωχέλεια των παριζιάνικων μπιστρό της Μπελ Επόκ και τις ξεναγήσεις σε αίθουσες τέχνης. Αυτή η διαλεκτική των καταστάσεων και των προσώπων που ενέχονται σε αυτές, συγκροτεί την παφλάζουσα αφηγηματική ύλη του βιβλίου, η οποία μπορεί μεν να κατευθύνεται ρέουσα προς μια γραμμική χρονικώς κοίτη, ωστόσο κάθε φορά εκβάλλει μέσα από πολλές αφηγηματικές κρήνες, που καθιστούν το μυθιστόρημα πολυφωνικό. Σε εκπλήσσει μάλιστα ο τρόπος με τον οποίο στήνεται αυτή η πολυφωνία. Οι ήρωες παρουσιάζονται να μιλούν για τον εαυτό τους και για τους άλλους σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όντας οι ίδιοι πρωταγωνιστές και αφηγητές, μέσα στον χρόνο της ιστορίας και συγχρόνως έξω από αυτόν, συνεργοί της ίδιας της συγγραφέως που εγκαταβιούν στην πολύπτυχη φαντασία της αλλά και αυτονομούνται παραδόξως από αυτήν.
Η επιλογή της Πετροπούλου να στήσει έτσι τον αφηγηματικό της καμβά δηλώνει τη συγγραφική τόλμη της, τη θεατρική και κινηματογραφική ταυτόχρονα τεχνική της. Οι πολλαπλοί ήρωες του μυθιστορήματος, εικοσιτέσσερις τον αριθμό, παρελαύνουν μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη, ο οποίος με την πρωτοπρόσωπη αφήγησή τους νιώθει παραλήπτης ενός ημερολογίου ζωών που ξεδιπλώνονται μέχρι του βαθύτερου ψυχισμού τους. Έτσι στη γραφή της Πετροπούλου δεν εκδιπλώνεται μόνον ο γεωγραφικός χάρτης της περιπέτειας και της δράσης των προσώπων, η συμπλοκή τους δηλαδή με τον εξωτερικό χώρο που πλαισιώνει σκηνοθετικά την ύπαρξη, αλλά εκδιπλώνεται παράλληλα ο εσωτερικός χάρτης εκάστου προσώπου, για να αναφανούν οι ψυχικές διαδρομές του και τα εσωτικά του τοπία, με τους όρους μιας ομοδιηγητικής και αυτοδιηγητικής λογοτεχνικής και ψυχογραφικής πράξης.  
Αυτήν την αμεσότητα που καταργεί τον διάμεσο συγγραφέα, τη στιγμή που ο ίδιος καθοδηγεί με μαεστρία τα πάντα, όντας κρυμμένος στην κουρτίνα της αφήγησης, την πετυχαίνει εντυπωσιακά η Πετροπούλου. Τα πρόσωπα αναλαμβάνουν να πουν την ιστορία τους, ακριβώς διότι την ιστορία των γεγονότων αλλά και την ιστορία των συναισθημάτων τη ζει κανείς προσωπικά- αυτό φαίνεται να είναι και το credo της συγγραφέως. Έτσι γίνεται έκδηλος ο τρόπος με τον οποίο οι οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές και ψυχολογικές δυνάμεις συγκροτούν τα ανθρώπινα υποκείμενα και σφραγίζουν ανεξίτηλα τις ζωές τους.  

   Είναι ευτύχημα επίσης ότι τα πολλά πρόσωπα που σπονδυλώνουν την αφήγηση είναι σύστοιχα με το ήθος και τη γλώσσα του ρόλου τους, έχουν δηλαδή, όπως το είπε ο αρχαίος φιλόσοφος και πρώτος τεχνοκριτικός Αριστοτέλης «ομαλόν ήθος», «κατά το εικός και αναγκαίον». Που σημαίνει ότι ο υπηρέτης είναι υπηρέτης, ο αφέντης –αφέντης, ο σουλτάνος-σουλτάνος κ.ο.κ. 
Υπό την έννοια αυτή, της εύλογης δηλαδή συστοιχίας ανάμεσα στο ήθος και τη γλώσσα χρησιμοποιείται η κρητική διάλεκτος, οι τούρκικες λέξεις, τα φράγκικα και κοσμοπολίτικα γλωσσήματα, οι ποιητικές περιγραφές της φύσης (ας μην ξεχνάμε τη θητεία της συγγραφέως στην ποίηση), ο ιστορικός και ο μαγικός –ανατολίτικος, θα έλεγα, ρεαλισμός, όπου χρειάζεται. Έτσι συντίθεται ένας καλοδουλεμένος, με την ακρίβεια χειροτεχνήματος, κεντημένος στην οξυμμένη γλωσσική ευαισθησία και καλλιέργεια της Πετροπούλου λόγος που ρέει πλούσιος και απρόσκοπτα στο εύρος της αφήγησης. Θα μπορούσε επίσης να παρατηρήσει κανείς τον ρομαντικό τόνο που διαστίζει σκόπιμα και έντονα από μέρους της συγγραφέως το β΄ μισό του βιβλίου με την εστίαση της αφήγησης στην ερωτική σχέση της Μάχριας με τον Ζακ, ακριβώς για να προβληθεί το ρομαντικό πρότυπο της εποχής με ήρωες που παλεύουν αυτοκαταστροφικά να γνωρίσουν τα συναισθήματά τους και τους εαυτούς τους όντας μέσα στις σιδερένιες αγκάλες της ιστορίας και των ανθρώπινων παθών.
 Ειδικά για την πρωταγωνίστρια τίθεται το ζήτημα της πραγματικής της ταυτότητας-μην ξεχνάμε ότι είναι νόθα κόρη-και τούτο είναι και το ανοιχτό πεδίο του βιβλίου, η αποκάλυψη του μυστικού που λανθάνει, που έχει ξεχαστεί και κρυφτεί στην αχλύ των ποικίλων τροπών του βίου. Έτσι εξάλλου ονομάζεται η ηρωίδα. Η Μάχρια της Λήθης, η Μαρία δηλαδή της Λήθης. Μάχρια είναι η Μαρία στα τούρκικα. Κατά συνέπεια, η Μάχρια της Λήθης, η κόρη δηλαδή που έχει ξεχάσει ή ξεχαστεί από τους άλλους, συμπυκνώνει και υποκρύπτει εκ του αντιθέτου έναν αδιόρατο ακόμη για την αφήγηση του βιβλίου στόχο. Αυτός ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η Μάχρια της Μνήμης. Η ίδια η Λογοτεχνία εξάλλου ήδη από τις απαρχές της έχει ως αρχή καταστατική τη Μνήμη και τη Λήθη. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι δώρο των Μουσών που είναι κόρες της Μνημοσύνης. Σε αυτήν τη μνήμη αλλά και τη λήθη του εαυτού στοχεύει για πολλούς θεωρητικούς αλλά και δημιουργούς η Λογοτεχνία.  
Έτσι στην περίπτωση της Μάχριας ο ίδιος ο στόχος συγχρόνως είναι και το βέλος, το βέλος-πρόσωπο. Στο ίδιο πρόσωπο δηλαδή συμποσούνται τόσο η Μνήμη όσο και η Λήθη του εαυτού του,  αλλά και η Μνήμη και Λήθη των άλλων. Δεν είναι τυχαίο κατά τούτο στο εσώφυλλο του βιβλίου, το παράθεμα από τον μεγάλο περιπλανώμενο Ρώσο συγγραφέα Ναμπόκοφ: «Ποιο βέλος πετάει παντοτινά; Το βέλος που στο στόχο του καρφώθηκε».
Με οδηγό αυτή την ανατρεπτική ρήση του Ναμπόκοφ, παρακολουθούμε την τροχιά αυτού του βέλους- προσώπου, της Μάχριας, μέσα στα ρήγματα της ύπαρξης και της ιστορίας, όπως το εκτόξευσε η τεχνήεσσα και χαρίεσσα γραφή της Πετροπούλου. Περιμένουμε να δούμε, στο επόμενο βιβλίο της που θα είναι και το δεύτερο μέρος, πώς και πού το βέλος αυτό θα καρφωθεί, χωρίς να μας διαφεύγει ότι το όνομα του κατεξοχήν τόξου, όπως λέγει ο φωτεινότατος Ηράκλειτος, είναι η ίδια η ζωή: τω ουν τόξω όνομα βίος. Αυτήν την ίδια τη ζωή στην πολυμορφία των καταστάσεων και των επιλογών, των ψυχισμών και των γεγονότων, των ρηγμάτων και της πρόσκαιρης αρμονίας, των προσώπων και των λαών, των ρητών και των άρρητων της λογοτεχνίας και της τέχνης βιωμάτων και νοημάτων γενικότερα διερευνά με τη γραφή της η συγγραφέας. Γι’ αυτό και με βιβλίο της πλουτίζει την αναγνωστική εμπειρία μας και ζωή. Σκεφτόμουνα, γυρίζοντας την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος, «τ’ ωραίο ταξίδι»,  «τον μακρύ δρόμο» , που μου έδωσε η Πετροπούλου, για να μιλήσω με τον τρόπο του Καβάφη, «τες καλές πραγμάτειες», τα «ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής» που βρήκα στους λιμένες και τις αποβάθρες των ηρώων του βιβλίου της.  
Δεν μπορούμε λοιπόν παρά να συγχαρούμε την κ Πετροπούλου για την ανάληψη αυτού του εγχειρήματος. Στόχευσε και μακριά και υψηλά, με βέλος εύστοχο από την ίδια πλούσια συγγραφική της φαρέτρα, γι’ αυτό και τα θηράματά της πλούσια και πολλά για τους συνδαιτυμόνες της ανάγνωσης.
Ρένα, γι’ αυτή τη μαχητική, επίμοχθη, καλλιεπή και αξιανάγνωστη προσφορά σε ευχαριστούμε.  

* Ο Δημήτρης Περοδασκαλάκης είναι φιλόλογος και ποιητής




Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ, Honoré de BALZAC

ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ 
Honoré de BALZAC
                      Παρουσίαση  από την Κατερίνα Ζωγραφιστού

«Αν και ζούμε σε χαλεπούς καιρούς θα μιλήσουμε για ζωγραφική» είπε ο Μπαλζάκ. Παραφράζοντάς τον θα έλεγα ότι εμείς, ενώ ζούμε σε δύσκολους καιρούς, θα μιλήσουμε για την τέχνη του διηγήματος, με αφορμή τη νουβέλα «Το άγνωστο αριστούργημα».

Ο Μπαλζάκ ήταν λάτρης  της ζωγραφικής και στα  σαλόνια τον συναντούμε παρέα με πολλά υποσχόμενους ζωγράφους της εποχής, τον Ντεβεριά, τον Μπουλανζέ που  έχει κάνει και την προσωπογραφία του συγγραφέα, τον Ντελακρουά, ο οποίος έγραψε στο «Ημερολόγιό» του για τον Μπαλζάκ εκείνης της εποχής (1830-1831): « Ένας λυγερός νεαρός, ντυμένος με μπλε σακάκι και μαύρο, θαρρώ, μεταξωτό γιλέκο, ή πάντως με κάτι παράφωνο στο ντύσιμό του, και ήδη ξεδοντιασμένος». Δεν έχανε, όμως, και καμιά ευκαιρία να αγοράσει έργα ζωγραφικής, όταν είχε την οικονομική δυνατότητα, τις περισσότερες φορές με δανεικά χρήματα. Τα έργα που μετέφερε από τη Ρωσία στο Παρίσι μετά το γάμο του ζύγιζαν περίπου ένα τόνο, με τα οποία γέμισε το σπίτι του στην οδό Σεβρών. Είναι ίσως άξιο να αναφερθεί ότι, ενώ, ήταν πολύ βαριά άρρωστος, επέμενε στη γυναίκα του να δείξει τους πίνακές του στον Ουγκώ που είχε πάει να τον επισκεφθεί και ότι στο σπίτι του μη μπορώντας να αγοράσει αυθεντικούς πίνακες λόγω κόστους, είχε τοποθετήσει πινακίδες με τα ονόματα των ζωγράφων γραμμένα επάνω.

«Το Άγνωστο Αριστούργημα» δημοσιεύεται το 1831, αμέσως μετά την Ιουλιανή Επανάσταση που έφερε το βασιλιά Λουδοβίκο-Φίλιππο, στο θρόνο της Γαλλίας, ο οποίος έμεινε στην εξουσία μέχρι το 1848 και μετά την ανατροπή του άρχισε η 2η Δημοκρατία στη Γαλλία.  Η αστική τάξη άνθιζε, αλλά η βιομηχανική έκρηξη όξυνε τα κοινωνικά προβλήματα (εσωτερική μετανάστευση, από το ύπαιθρο προς τις πόλεις, οι βιομηχανικοί εργάτες ζούσαν μέσα σε άθλιες συνθήκες) και οι διανοούμενοι που είχαν ταχθεί με τους  δημοκρατικούς (τους επαναστάτες) είχαν απογοητευθεί, διότι ο αγώνας τους έβλεπαν ότι δεν είχε δικαιωθεί, αφού η μοναρχία είχε και πάλι επικρατήσει.

Παρόλα όμως τα κοινωνικά προβλήματα η συζήτηση γύρω από το σκοπό και τη λειτουργία της τέχνης μονοπωλούσε τις συζητήσεις των διανοουμένων και των καλλιτεχνών. Το θέμα της τέχνης χώρισε τους καλλιτέχνες σε δύο παρατάξεις. Άλλοι ήταν οπαδοί της άποψης «η τέχνη για την τέχνη», δηλαδή ήταν υπέρ της αυτονόμησης της τέχνης, με σημαιοφόρο το νεαρό τότε ποιητή Θεόφιλο Γκοτιέ και άλλοι ήταν υπέρμαχοι μιας τέχνης στην υπηρεσία του ανθρώπου και της κοινωνίας, μιας τέχνης λειτουργικής. Η πρώτη  άποψη συμπίπτει με το θρίαμβο του Ρομαντισμού, ενώ η δεύτερη προετοιμάζει ιδεολογικά το εν τη γενέσει τότε ρεύμα του Ρεαλισμού. Στη σκιά αυτών των ρευμάτων έχει αρχίσει να αναπτύσσεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς μια νέα τάση: η ακαδημαϊκή τέχνη (Ο Ακαδημαϊσμός των Πομπιέ). Ήταν μια τέχνη βασισμένη σε κανόνες, δεξιοτεχνική βέβαια, αλλά κούφια, ρητορική, χωρίς έμπνευση, που φαίνεται να ικανοποιεί την αισθητική μιας νέας πελατείας. Αυτή η πελατεία είναι η νεόπλουτη αστική τάξη, ματαιόδοξη και κατά κανόνα απαίδευτη με πολύ συντηρητικές τάσεις.  Γι’ αυτή την τάξη ο Μπαλζάκ έλεγε ότι είναι «χωρίς αποφασιστικότητα, χωρίς θάρρος, φιλάργυρη, μικροπρεπής κι αγράμματη, με την αγροίκα και ασπόνδυλη μορφή διακυβέρνησης, που επιλέγει στην οροφή της Βουλής της να βάλει μερικά συννεφάκια αντί για την τοιχογραφία που είχε ζωγραφίσει ο Ενκρ…….». Οι αστοί όμως δεν εγκαταλείπουν το αγώνα να δώσουν όσο περισσότερη βαρύτητα μπορούν τον ιστορικό τους ρόλο και να αφήσουν το στίγμα τους στην τέχνη. Όποιο κι αν ήταν αυτό. Οι ανένταχτοι καλλιτέχνες έχουν περάσει στο περιθώριο, η τέχνη έχει γίνει επάγγελμα και ασκείται κατά παραγγελία. Σίγουρα η εποχή δεν ήταν η κατάλληλη για τους ασυμβίβαστους δημιουργούς, αυτούς που θα συναντήσουμε μέσα στο έργο του Μπαλζάκ.



Η νουβέλα οργανώνεται πάνω σε δύο άξονες. Τον έρωτα και την τέχνη. Πρωταγωνιστούν τρεις ζωγράφοι, από τους οποίους ο Πουσσέν και ο Πορμπύς είναι ιστορικά πρόσωπα, ενώ ο Φρενχόφερ δεν ταυτίζεται με κανένα. Υπάρχουν επίσης δύο γυναικείες μορφές που δίδουν το όνομά τους στα δύο μέρη, η Ζιλέτ, ερωμένη του Πουσσέν και η Κατρίν Λεσκώ που υποτίθεται εμπνέει τον Φρενχόφερ και αγωνίζεται στο φανταστικό αριστούργημά του να αποδώσει τη μορφή της. Από τους τρεις ζωγράφους ο Πουσέν είναι ταλαντούχος νέος ζωγράφος χωρίς αναγνώριση ακόμα, ο Πορμπύς είναι καταξιωμένος ζωγράφος με πλούσιο ταλέντο και ο Φρενχόφερ μάγος που κινείται οριακά μεταξύ τρέλας  και μεγαλοφυΐας. Ίσως γι αυτό ο συγγραφέας για τους δύο πρώτους δεν δίδει κανένα σωματικό χαρακτηριστικό, ενώ επιμένει στη σωματική περιγραφή του τρίτου που τον παρουσιάζει περίπου ως κλόουν με δαιμονικά χαρακτηριστικά. Η Ζιλέτ είναι μια γυναίκα φανταστικής ομορφιάς, αγνή, βαθιά ερωτευμένη, αλλά ο Μπαλζάκ, όπως και ο Όμηρος με την Ωραία Ελένη δεν μας δίδει κανένα συγκεκριμένο σωματικό χαρακτηριστικό. Η Κατρίν Λεσκώ είναι προϊόν φαντασίας του Φρενχόφερ, που την εξαίσια ομορφιά της, υποτίθεται ότι αγωνίζεται να αποδώσει στο τέλειο αριστούργημα του.
Ο Φρενχόφερ είναι ένας πλούσιος μικρόσωμος, γέρος ζωγράφος που ζει ολομόναχος, παραδομένος σε μια φρενήρη αναζήτηση του απόλυτου στην τέχνη. Το απόλυτο γι αυτόν αντιπροσωπεύεται από ένα πίνακα με θέμα μια μοναδική γυναίκα με την οποία διαφαίνεται ότι έχει μια σχέση εντελώς ιδιαίτερη. Προσπαθώντας ο συγγραφέας να τον περιγράψει γράφει:
«Ευσυνείδητος και συνάμα ανούσιος, όλα πάνω του ξεπερνούσαν τα όρια της ανθρώπινης φύσης….»
«Έχει μελετήσει σε βάθος τα χρώματα, την απόλυτη αλήθεια της γραμμής παρά τις άπειρες αναζητήσεις του όμως, κατάληξε να αμφιβάλλει για το αντικείμενο αυτό καθαυτό των αναζητήσεών του….»
«Είναι τόσο τρελός, όσο και ζωγράφος…»
Οι αισθητικές του παρατηρήσεις μεταπίπτουν σχεδόν σε μεταφυσικές. Ενώ είναι ρεαλιστής και σε κάποια σημεία νατουραλιστής (περιγραφή εργαστηρίου Πορμπύς, πορτραίτο Φρενχόφερ)  εδώ το φανταστικό  εισχωρεί μέσα στην αφήγηση. Πρέπει να επισημάνουμε ότι υπάρχει μια ρομαντική τάση μέσα στα έργα του, αλλά ακόμα και το λυρισμό τον προσγειώνει, με λέξεις δεξιοτεχνικά επιλεγμένες στην πίστα του ρεαλισμού και αυτό ήταν απολύτως προσωπικό στυλ γραφής. 


Οι σκέψεις μάλιστα που περνούν  από το μυαλό του νεαρού Πουσσέν, όταν τον παρακολουθεί να προσθέτει κάποιες θαυματουργές πινελιές πάνω στον πίνακα του Πορμπύς με την Αγία Αιγυπτία, είναι ότι δεν πρόκειται για άνθρωπο, αλλά για κάποιο δαιμονικό ον. Ο Μπαλζάκ προστατεύει τον ήρωά του μέσα σε ένα κέλυφος μυστηρίου, «όλα πάνω στο συγκεκριμένο γέροντα ξεπερνούσαν τα όρια της ανθρώπινης φύσης». Όσο η αφήγηση προχωρεί αποκαλύπτεται μια μεγαλοφυΐα της τέχνης, ένας μεγάλος δημιουργός, «όχι ένας πρίγκιπας της τέχνης», αλλά ένας «θεός της ζωγραφικής», που κινείται οριακά ανάμεσα στην παράνοια και τη σοφία και αυτή η οριακή συμπεριφορά γίνεται  κατάδηλη, όταν αποκαλύπτεται το μυστήριο του πίνακα και η σχέση του με τη ζωγραφισμένη γυναίκα, την «Κατρίν του» όπως την ονομάζει,  μια σχέση ισχυρού ερωτικού πάθους. Μέσα στη φαντασία του η «Κατρίν» δεν είναι ένα πορτραίτο θεϊκής ομορφιάς, αλλά μια γυναίκα ζωντανή, με την οποία ζει και συνομιλεί ο ζωγράφος και αγωνίζεται να την τελειοποιήσει, αγωνίζεται να της χαρίσει την απόλυτη τελειότητα και φυσικά ως το πολυτιμότερο των αγαθών την κρατά μακριά από τα βλέμματα των ανθρώπων. Είναι η γυναίκα της ζωής του, το δημιούργημά του και είναι δική του, μόνο δική του. Όταν του ζητείται να παρουσιάσει τον πίνακά του απαντά
- Μου ζητάτε να δείξω το δημιούργημά μου, τη σύζυγό μου;
- Η ποίηση και οι γυναίκες δεν παραδίδονται γυμνές σε κανέναν άλλο εκτός από τον εραστή τους!
- Ο πίνακας είναι μια γυναίκα, μια γυναίκα που μαζί της κλαίω, γελώ, συνομιλώ και σκέπτομαι. Είμαι πάνω απ’ όλα εραστής παρά ζωγράφος.
Είναι το σύνδρομο του Πυγμαλίωνα από το οποίο διακατέχεται ο παράξενος αυτός γέροντας. Το πάθος του για τη φανταστική γυναίκα τον καταστρέφει. Ο Μπαλζάκ καταδικάζει τον ήρωά του να πεθάνει, αφού παραδώσει στο εξιλαστήριο πυρ το έργο του.
 Οι δύο άλλοι ζωγράφοι, που σε αντίθεση με το φανταστικό Φρενχόφερ, είναι ιστορικά πρόσωπα, ο μεν νεόφυτος είναι ο Νικολά Πουσσέν, ο Γάλλος κλασικιστής ζωγράφος, που ο Ενκρ θαύμαζε πολύ, ο δε άλλος είναι ο Φλαμανδός Φρανς Πορμπύς, που η Μαρία των Μεδίκων απέλυσε για να προσλάβει τον Ρούμπενς, γίνονται γρήγορα μέρος της καλλιτεχνικής αναζήτησης του. Θα γνωριστούν και οι τρείς στο εργαστήριο του Πορμπύς, στη συνέχεια ο γέρος ζωγράφος θα τους προσκαλέσει στο πολυτελές σπίτι του και  γεμάτοι από καλλιτεχνική περιέργεια θα του ζητήσουν να τους αποκαλύψει το εφτασφράγιστο μυστικό. Σ’ αυτό το πολύ λεπτό σημείο θα στηριχτεί «η ανταλλαγή» που του προτείνουν. Ο νεαρός Πουσσέν ταλαντούχος και πάμφτωχος συγκατανεύει να «θυσιάσει» την πανέμορφη ερωμένη του Ζιλέτ, παραχωρώντας την ως  ιδανικό μοντέλο  στο γέρο καλλιτέχνη. Γυναίκα, λοιπόν, αντί γυναίκας. Αξίζει να σημειώσουμε την ευαισθησία και τις λεπτές ψυχολογικές παρατηρήσεις του Μπαλζάκ για τη Ζιλέτ, που συνειδητά αποφασίζει να θυσιαστεί για να κερδίσει ο ερωμένος της την αναγνώριση. Η συμφωνία κλείνει και οι δύο ζωγράφοι διεισδύουν με δέος στο άδυτο του εργαστηρίου. Εκεί τους περιμένει η έκπληξη. Πάνω στον πίνακα που τους δείχνει ο Φρενχόφερ δεν βλέπουν αρχικά τίποτε εκτός από συγκεχυμένα χρώματα και αλλόκοτες γραμμές, αλλά κοιτάζοντας πιο προσεκτικά θα διακρίνουν σε μια γωνιά του πίνακα ένα πόδι θεσπέσιο, ζωντανό που είχε ξεφύγει από την καταστροφή. Ήταν μια καταστροφή η προσπάθεια του καλλιτέχνη να προσεγγίσει την τελειότητα; Κατέστρεψε το δημιούργημά του προσπαθώντας να το τελειοποιήσει ή μήπως οι εξελίξεις στην τέχνη έδειξαν κάτι άλλο, όσο ο αιώνας προχωρούσε; «Ο Φρενχόφερ είναι ακόμα τον καιρό που γεννιέται, ο ένας, ο ιδιότυπος, «ο περιττός». Οι ασύντακτοι τρελοί, οι ακατανόητοι και μόνοι, οι χωρίς πελατεία και κοινό καλλιτέχνες θα πυκνώσουν σιγά-σιγά και θα αποδειχθεί πως είχαν το  σθένος και την αντοχή να δημιουργήσουν μια νέα τέχνη, τη μοντέρνα». Ο Σεζάν, ο δάσκαλος της μοντέρνας τέχνης, ομολογούσε με δάκρυα στα μάτια ότι «Ο Φρενχόφερ είμαι εγώ» και ο Πικάσο αναγνωρίζοντας και αυτός το «σύνδρομο Φρενχόφερ» στο  Σεζάν, παρατηρούσε ότι «Εκείνο που αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον μας στον Σεζάν είναι η αγωνία του. Αυτό είναι το μάθημα του Σεζάν.»
Μήπως όμως ήταν και αγωνία του Μπαλζάκ;
Από την πρώτη γραφή ως και την τελική παραλλαγή (το έργο γνωρίζει πολλές και σημαίνουσες μεταμορφώσεις) ο συγγραφέας περιβάλει το έργο του με μεγάλη φροντίδα. Προφανώς έχει μεγάλη σημασία γι’ αυτόν. Και σ’ αυτό το συμπέρασμα μας οδηγεί ο ίδιος ο Μπαλζάκ, όταν σε γράμμα στην αγαπημένη του κ. Χάνσκα, εμπιστεύεται τη σκέψη που του υπαγόρευσε το Άγνωστο Αριστούργημα, πως «η πληθωρική παρουσία του δημιουργικού παράγοντα σκοτώνει το έργο και την εκτέλεση». Δεν αφήνει περιθώρια για υποθέσεις και αμφισβητήσεις. Είχε πιθανόν υπαρξιακή σημασία γι’ αυτόν, διότι και ο ίδιος, ως συγγραφέας, γνώριζε καλά την αγωνιώδη αναζήτηση ενός δημιουργού μέχρι να δώσει στο κοινό του ένα αριστούργημα. Το κοινό βέβαια, ο κόσμος που έρχεται σε επαφή με το έργο τέχνης μόνο μια υποψία από αυτή την αγωνιώδη αναζήτηση μπορεί να έχει, διότι γίνεται κοινωνός μόνο του αποτελέσματος, δεν βιώνει την αγωνία της δημιουργίας. Τα σβησμένα, χιλιοδιορθωμένα χειρόγραφα ενός συγγραφέα ή οι απανωτές πινελιές ενός ζωγράφου, ο αγώνας του δηλαδή, δεν ενδιαφέρει σχεδόν κανένα παρά μόνο τον ίδιο, είναι βίωμά του προσωπικό. Είναι όμως μόνο βίωμα ή είναι και η κατάθεση της ψυχής του ολόκληρης πάνω στο έργο; Ο φανταστικός Φρενχόφερ αγωνίζεται να δώσει χρώμα, φως, ζωή, προοπτική, ανάγλυφες μορφές στο έργο του, βρίσκεται σε μια συνεχή αγωνία, η τέχνη του απαιτεί την ψυχή του.
 Θα επιστρέψουμε λίγο στην ιδεολογία του. Καθώς ο 19ος αιώνας είναι η περίοδος που η επιστήμη έχει αρχίσει να κερδίζει την αξιοπιστία που της αρμόζει. Υπάρχει λοιπόν η τάση μέσα στα έργα του, να αγκαλιάσει όλους τους τομείς της επιστήμης, τη φιλοσοφία, την ηθική, την πολιτική, τις κοινωνικές επιστήμες, την οικονομία. Εκείνο που επιδιώκει ο κεντρικός του ήρωας δεν αρμόζει στην τέχνη, αλλά στην επιστήμη, όπου αναζητείται μια ιδανική επιστημονική θεωρία με την οποία να συμφωνήσουν οι πάντες. Στην τέχνη αντίθετα δεν μπορούμε να συλλάβομε την ιδέες ενός ιδανικού πίνακα που θα αποτελούσε τέλεια αναπαράσταση του κόσμου. Μια τέτοια ιδέα είναι παράλογη. Κανένα νέο μεγάλο έργο δεν ακυρώνει τα προηγούμενα. Πρωταθλητισμός στην τέχνη δεν υπάρχει
Μπορούμε εδώ να θυμηθούμε το μυθιστόρημα του Oscar Wild το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ» όπου το πορτραίτο ήταν ζωντανό γιατί μέσα του ζούσε η ψυχή του ζωγράφου που το φιλοτέχνησε, και το «Πορτραίτο» του Γκόγκολ μέσα στο οποίο ζούσε μια φασματική μορφή που επέστρεφε στον κόσμο των ζωντανών και τελικά κατέστρεψε το ζωγράφο που στο δίλημμα τέχνη ή χρήμα διάλεξε το χρήμα και ασκώντας επαγγελματικά τη ζωγραφική θυσίασε το ταλέντο του. Ίσως, αξίζει να συζητήσουμε, γιατί σε όλα αυτά τα έργα και στο διήγημα «Σαραζίν» του Μπαλζάκ οι συγγραφείς θυσιάζουν στο τέλος τους καλλιτέχνες.
 Η ιστορία που μας αφηγείται ο Μπαλζάκ διακρίνεται για την άριστη πλοκή και τη διαπραγμάτευση του θέματός του που τελικά οδηγεί στην κορύφωση και στο δραματικό τέλος του καλλιτέχνη και των δημιουργημάτων του. Η νουβέλα έχει επίσης μεγάλη αφηγηματική οικονομία και πουθενά δεν φλυαρεί. To διήγημα είναι αναμφισβήτητα μια δύσκολη φόρμα που, όπως το επίγραμμα επιβάλλει μια αυστηρή διαχείριση του λόγου. Στο Άγνωστο Αριστούργημα ο συγγραφέας επιτυγχάνει απόλυτα να υπηρετήσει αυτή την απαίτηση. Δεν αναφέρει τίποτε περιττό. Περιορίζεται αυστηρά στο θέμα του υπηρετώντας τη βασική ιδέα. Η γενικότερη ζωή των προσώπων του δεν τον ενδιαφέρει. Μένει μόνο στην ιδιότητά τους ως ζωγράφων που βρίσκονται σε διαφορετική αξιολογική κλίμακα, ενώ έχουν και οι τρεις το ίδιο πάθος της έκφρασης. Διαβάζεται ευχάριστα παρά το δύσκολο θέμα της και τις λεπτές αισθητικές παρατηρήσεις περί ζωγραφικής και αποδεικνύει ότι ο Μπαλζάκ είναι ένας μάστορας της αφηγηματικής τέχνης και δίκαια κατατάσσεται στους μεγάλους δημιουργούς της πεζογραφίας.
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε και θα ήθελα αν συμφωνείτε στη συζήτησή μας να αναφερθούμε στα παρακάτω ερωτήματα.
Τι είναι τέχνη κι αν υπάρχει τέχνη κατά παραγγελία, είναι ένα θέμα προς συζήτηση.
Τι ήταν αυτό που έβλεπε ο Φρενχόφερ πάνω στο μουσαμά που  ήταν δυσδιάκριτο από τους άλλους δύο καλλιτέχνες; Ήταν μεγάλη τέχνη; Η μήπως, όταν οι άλλοι δεν κατανοούν μια μορφή τέχνης αυτή η τέχνη δεν υπάρχει;
 Μήπως η τέχνη ζει μέσα από τα μάτια αυτών που τη βλέπουν; Μήπως οι αναγνώσεις ενός έργου εικαστικού ή λογοτεχνικού είναι τόσες όσοι και οι θεατές του ή οι αναγνώστες του;
Ποια είναι η θέση του δημιουργού ο οποίος καταθέτει την ψυχή του στο έργο του εάν το μήνυμα του έργου δεν είναι αναγνωρίσιμο  από τους άλλους;

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Το μήλον της έριδος του Ζαχαρία Καραταράκη

Το μήλον της έριδος
του Ζαχαρία Καραταράκη

Αναμφισβήτητα το μήλο είναι ένα φρούτο εύγευστο και αρωματικό, με όμορφα χρώματα που αυλακώνουν τη σάρκα του. Στα παιδικά χρόνια συνδέονταν με το μυθικό τόπο, τους Ποτάμους, απ’ όπου καταγόταν ο θετός πατέρας. Από κει ερχόταν μαζί με τα καρύδια για να με κάνει όλο καμάρι, απέναντι στ’ άλλα παιδιά, που με ευγνωμοσύνη δέχονταν μια φέτα. Αργότερα, απέκτησε άλλες ιδιότητες. Στις θρησκευτικές αφηγήσεις ήταν η αιτία της απώλειας του Παραδείσου. Η ομορφιά του δελέασε την Εύα που το δάγκωσε και εξαπάτησε τον αφελή Αδάμ, για να ακολουθήσει η Έκπτωση και να μεταβληθεί η ζωή σε κατάρα. Μόνο με μετάνοιες, προσευχές και γονυκλισίες ίσως θα κατόρθωναν μερικοί να ξαναβρούν τον πολυπόθητο Παράδεισο.

Ακολούθησε η αρχαία μυθολογία, όπου πάλι το μήλο στάθηκε αφορμή να σκοτωθούν τα ελληνικά νιάτα στην Τροία για να πάρουν πίσω την Ωραία Ελένη. «Το μήλον της Έριδος» χαρίστηκε στη Θεά του Έρωτος, την Αφροδίτη, και κείνη έδωσε ως αντίδωρο στον κριτή των καλλιστείων, τον Πάρη, την Ελένη. Της άναψε τη φλόγα του έρωτα και ακολούθησε τον όμορφο Ανατολίτη, αφήνοντας πίσω το βασιλιά σύζυγο και τη χαριτωμένη τους κορούλα.

Όλα αυτά και άλλα πολλά τα ήξερα καλά και πάντοτε, όταν με τα δόντια μου τραγάνιζα την εύγεστη σάρκα ενός μήλου, είχα το φόβο αυτού του μαγικού και πονηρού φρούτου, που συσσώρευσε τόσα κακά στον πολύπαθο άνθρωπο και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Το ανεξήγητο για μένα ήταν, γιατί μετά την απάτη ο Αδάμ δεν καταλογίζει στην Εύα το κακό που του έκανε και όχι μόνο την παίρνει από το χέρι και μπαίνει στα βάσανα του κόσμου, αλλά και σήμερα στη μαντινάδα οι ερωτευμένοι Κρητικοί ορκίζονται στην αγάπη τους:
«Στην πόρτα τση Παράδεισος δα στέκω ν’ ανιμένω
κι
 α δε σ’ αφήσουνε να μπεις μουδέ κι’ εγώ δε μπαίνω».
Αλλά και γιατί ο Μενέλαος με άνεση συγχωρεί την Ελένη και την παίρνει μαζί του στη Σπάρτη μετά την Άλωση της Τροίας;
Έπρεπε να πάθω για να μάθω.

Ανυποψίαστος βρέθηκα με μια φίλη μου, να πίνομε τον καφέ μας και να αναλύομε τα μυστήρια του κόσμου στο καλαίσθητο κέντρο που κάποιος ευφυής και υποψιασμένος Ανωγειανός έχει ονομάσει «Το μήλον της Έριδος». Στην ωριμότητα της ηλικίας προφανώς θεωρούσα μυθεύματα, όσα περί μήλου αφηγούνταν ο Βιβλικός μύθος και η Ελληνική μυθολογία και το χωριό Ποτάμοι το είχα γνωρίσει και δεν μου  ενέπνεε κάτι μαγικό. Αισθάνθηκα ξαφνικά μια ιδιαίτερη δόνηση από την ομορφιά του χώρου και την εξαιρετική γεύση του καφέ για να βρεθώ ξαφνικά σε μια ιδιόμορφη κατάσταση πνευματικής παράκρουσης. Έβλεπα χωρίς να βλέπω και έχασα την αίσθηση της πραγματικότητας. Βρέθηκα σ’ έναν  ανθισμένο κήπο, με κελαϊδήματα πουλιών και ήχο νερών, που κυλούσαν ήρεμα. Απόμακρα ακουγόταν ο ήχος μιας λύρας σε παθητικούς ρυθμούς και μια φωνή που θρηνούσε τη χαμένη αγάπη. Περίεργα δένδρα με λεπτό κορμό λυγίζονταν στο ελαφρύ αεράκι. Κάπου στο βάθος μια μορφή με καλούσε. Έπαιζε και κινούνταν χορευτικά πίσω από τους κορμούς των δένδρων και καθώς άπλωσε το χέρι της αισθάνθηκα να με παρασύρει χωρίς να μπορώ να αντισταθώ. Πήρε το χέρι μου και βρεθήκαμε μακριά από τον κόσμο. Μια όμορφη μηλιά με κόκκινα μήλα χαμήλωσε τα κλαδιά της και μας σκέπασε τρυφερά. Εκείνη γλυκογελώντας πήρε ένα μήλο, το δάγκωσε και, φιλώντας με, άφησε τον γλυκό χυμό να βρέξει τα χείλη μου. Μου ψιθύριζε στ’ αυτί και μου τραγουδούσε ένα παραμύθι όμορφο και παράξενο. Αισθάνθηκα να τρεμοπαίζει ο κόσμος και είχα την αίσθηση ότι ο λόγος της ήταν εξίσου γοητευτικός με του Πλάτωνα, του Θουκυδίδη, της Σαπφούς και του Ερωτόκριτου. Τα λόγια της στάλαζαν στην ψυχή μου και το βλέμμα μου ακουμπούσε στον κόρφο της που πάλλονταν ήρεμα. Προσπαθούσα να δω τη μορφή της και κείνη άλλαζε και έπαιρνε όλες τις όψεις που κατά καιρούς είχαν μαγέψει την όρασή μου. Το σώμα της σκιρτούσε και γέμιζε πολύχρωμα λουλούδια με ασυνήθιστη ευωδιά. Ήταν μαζί πολλές κι αστοχημένες  μνήμες, αλλά αδυνατούσα να δω καθαρά.
Με ξάφνιασε η φωνή της φίλης μου που ρωτούσε, αν τελικά συμφωνώ με αυτό που πρότεινε. Δεν είχα ακούσει τίποτα, αλλά απάντησα καταφατικά και επιστρέφοντας στην πραγματικότητα άναψα ένα τσιγάρο και συνέχισα να πίνω τον καφέ μου χωρίς να πω τίποτε για την περίεργη οπτασία που είχα ζήσει. Της μίλησα για το τελευταίο βιβλίο που είχα διαβάσει.

«Στο μήλον της Έριδος», έκτοτε, έχουμε πολλές φορές βρεθεί με φίλους. Είναι ένας όμορφος, ήσυχος χώρος. Προσπαθώ να αναστήσω εκείνη τη μαγική εικόνα, αλλά δεν το κατορθώνω. Βρίσκω, όμως, πάντοτε κάποιες αιτίες για να ξαναβρεθώ στη ζεστή και απόκεντρη γωνιά. Ξέρω πως, ίσως, ποτέ δεν θα αποκαλυφθεί το μυστικό του μαγευτικού χώρου, όμως ευγνωμονώ τη στιγμή που μου χαρίστηκε και φυσικά προσπαθώ  συχνά να χαϊδέψω κάποιο κόκκινο μήλο βέβαιος ότι διαθέτει μαγική δύναμη και θα κατορθώσω κάποτε να προκαλέσω ην έκπληξη. Άλλωστε  χωρίς την προσδοκία της έκπληξης το νόημα της ζωής συρρικνώνεται και μειώνεται η χαρά και η ηδονή. Απομένει μια καθημερινότητα ανούσια και η ζωή δεν μετατρέπεται σε βίο. Χάνονται οι χυμοί, νεκρώνονται οι αισθήσεις, ιδιαίτερα οι ερωτικές. Η αφή, η όσφρηση και η γεύση. Απομένει η όραση και η ακοή με την ψυχρότητα και τη χρησιμοθηρία τους. Μας βοηθούν να ζήσουμε δεν αλλάζουν, όμως, τη σύσταση της ύπαρξής μας. Στερούνται από εκείνη τη μαγεία που δίνει σάρκα στ’ όνειρο και ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου. Οι υποτιμημένες αισθήσεις τροφοδοτούν τις ηδονικές απολαύσεις. Κι αυτό το ήξεραν καλά οι βιβλικοί πατέρες και οι δημιουργοί των μύθων που επέλεξαν το μήλο ως επικίνδυνο, γιατί ακριβώς μας χαρίζει ηδονικές απολαύσεις. Και φυσικά το γνώριζε ο ευφυής Ανωγειανός που έδωσε το όνομά του στο καλαίσθητο στέκι της πλατείας Κοραή, όπου ακόμα λειτουργεί το θαύμα. Ίσως πάλι ως λάτρης του Ερωτόκριτου γνώριζε ότι η Αρετούσα έστειλε στον άρρωστο αγαπημένο της μήλα και εκείνα τον γιάτρεψαν, όπως υπεύθυνα δηλώνει ο Κορνάρος:
«Μέσα σε τούτο τον καιρό κ’ ημέρες που περνούσα
τέσσερα μήλα δίφορα ηύρεν η Αρετούσα,
πέμπει και κανισκεύει τα εις τ' άρρωστου τη μάνα, κείνα εγεννήκασι  γιατροί και κείνα τον εγιάνα».
 Δεν ξέρω όμως αν η μαγική τους δράση οφειλόταν στο ότι ήταν δίφορα ή επειδή τα έστειλε μια ερωτευμένη γυναίκα και όπως όλοι γνωρίζουμε ο έρωτας όχι μόνο άρρωστους, αλλά και νεκρούς ανασταίνει.

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Δραστηριότητες


Συναντήσεις 2015


15-1-2015 
Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη «Η Μάχρια της λήθης»
Παρουσίαση από τους κ. Ζαχαρία Καραταράκη και Δημήτρη Περοδασκαλάκη


16-2-2015
Πατρίκ Μοντιανό «Κυριακές Αυγούστου»
Παρουσίαση από την κ. Κατερίνα Ζωγραφιστού

4-5-15
Στέφαν Άντρες «Ο Γκρέκο ζωγραφίζει τον μεγάλο ιεροεξεταστή»
Παρουσίαση από την κ. Ευαγγελία Πετρουγάκη

25-6-2015
Παρουσίαση διηγημάτων των μελών της Λέσχης 
Οι συγγραφείς διάβασαν οι ίδιοι τα διηγήματά τους. Ακολούθησε συνεστίαση στην ταβέρνα «Έργανος» και κλείσιμο των εργασιών της Λέσχης για τη θερινή περίοδο



Ιστορικό: Συναντήσεις 2011-2014
24-1-2011
Ιδρυτική- οργανωτική

23-2-2011
«Στη ρωγμή του χρόνου» Στέλιου Βισκαδουράκη.  Η παρουσίαση έγινε από τον ίδιο το συγγραφέα. Ακολούθησε ανάγνωση διηγημάτων, συζήτηση ανταλλαγή απόψεων και κριτική.

30-3-2011
Γ. Σκαμπαρδώνη «Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος». Τον συγγραφέα και το συγκεκριμένο έργο παρουσίασε η κ. Ελένη Μωυσιάδου. Ακολούθησε ανάγνωση κάποιων διηγημάτων, συζήτηση  και σχετική  κριτική. Στη συνάντηση αυτή τα παρόντα μέλη της  αποφάσισαν ομόφωνα να ονομαστεί η ομάδα «Λέσχη Διηγήματος Ηρακλείου».

27-4-11
Μ. Γκανά «Γυναικών». Η παρουσίαση έγινε από την κ. Ευαγγελία Πετρουγάκη. Ακολούθησε ανάγνωση αποσπασμάτων και ολόκληρων διηγημάτων, ανταλλαγή απόψεων και κριτική.

26-5-11
Ρένας Πετροπούλου «Με μια σοκολάτα αμυγδάλου σου φέρνει ευτυχία». Η παρουσίαση έγινε από την ίδια τη συγγραφέα.

1-6-11
Μαρίας Κουγιουμτζή «Άγριο βελούδο». Η παρουσίαση έγινε από την κ. Μαρία Κουλιεράκη. Ακολούθησε συζήτηση και κριτική.

8-9-11
Γκ. Μαρκές «Δώδεκα περιπλανώμενα διηγήματα». Παρουσίαση από την κ. Ρένα Πετροπούλου. Διαβάστηκαν αποσπάσματα και ακολούθησε συζήτηση και κριτική.

2-10-11
Πραγματοποιήθηκε Εκδρομή στο χωριό Αγ. Θωμάς και επίσκεψη χώρων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Έγινε ξενάγηση από την ξεναγό κ. Αρετούσα Ιερωνυμάκη.

10-11- 2011
Δ. Μίγγα «Των κεκοιμημένων». Η Παρουσίαση έγινε από την κ. Ευαγγελία Πετρουγάκη.

20 – 1- 12
Καθηγητών Ανάλεκτα», ‘Εκδοση της ΕΛΜΕ Ηρακλείου. Κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας. Παρουσίαση από τα μέλη της ομάδας.

29-1-12
Σεμινάριο: Αφηγηματικές δομές στο σύγχρονο διήγημα. Α. Εσαγωγή στο αφήγημα. Από τον Ζαχαρία Κατσακό.

5-2-2012
Αλ. Παπαδιαμάντη «Φόνισσα». Παρουσίαση: Ελένη Μωυσιάδου.

23-2-12
Σεμινάριο:  Βασικές μορφές πεδίου λογοτεχνίας- Λογοτεχνικές συγκλίσεις και αποκλίσεις. Από τον Ζαχαρία Κατσακό.

14-3- 2012
Σεμινάριο: Αφηγηματικές τεχνικές. Από τον κ. Ζαχαρία Κατσακό.

26-3-2012
Παρουσίαση του    βιβλίου «Άσπρο ράσο» του κ. Γ. Μαρκάκη, στην πινακοθήκη του κ. Σχιζάκη. Από την  κ. Ρένα Πετροπούλου.Χαιρετισμός εκ μέρους της Λέσχης από την κ. Πετρουγάκη.

24-4-12
Σεμινάριο: Αφηγηματικές τεχνικές – «Όνειρο στο κύμα» του Αλ. Παπαδιαμάντη. Από τον κ. Κατσακό.

27-4-12
Συμμετοχή της Λέσχης στην παρουσίαση του βιβλίου της κ. Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη «Μια σοκολάτα αμυγδάλου σου φέρνει ευτυχία»Χαιρετισμός εκ μέρους της Λέσχης από την κ. Πετρουγάκη. Μίλησε για το έργο η κ. Νινέτα Παπαδομανωλάκη, μέλος της Λέσχης Διηγήματος.

 9-5-12
Παρουσίαση του βιβλίου «Ο Κινέζος Ο Θεός κι μοναξιά» του π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου. Για το βιβλίο μίλησε και ο ίδιος ο συγγραφέας.

12-6-12
Οικονόμου «Κάτι θα γίνει θα δεις». Παρουσίαση από την κ. Μ. Κουλιεράκη.

5-9-12
Αργ. Χιόνη «Οριζόντιο ύψος». Παρουσίαση: Ελένη Μωυσιάδου.

3-10-12
Αφιέρωμα στο έργο του Θ. Βαλτινού. Η εκδήλωση έγινε στην αίθουσα της Ανδρόγεω. Μίλησαν: Πετρουγάκη Ευαγγελία, Μιτσοτάκη Κλαίρη, Δημητρακάκης Ιωάννης και ο ίδιος ο συγγραφέας.

30 -10-12
Μαρίας Αντωνίου «Ποιος σκότωσε τον καθηγητή Μάλεντερ». Η παρουσίαση έγινε από τον κ. Ζ. Κατσακό.

27-11-12
Αντ. Τσέχωφ «Η αγάπη και άλλα 32 διηγήματα». Παρουσίαση: Ευαγγελία Πετρουγάκη.

17-12-12
Λ. Τολστόι “Νουβέλες και διηγήματα». Εκδ. Ροές. Παρουσίαση: Αρετούσα Ιερωνυμάκη.

24-1-13
Ν. Γκόγκολ « Το ημερολόγιο ενός τρελού, το παλτό, το πορτραίτο».  Εκδ. Ηριδανός. Παρουσίαση: Ελένη Βακεθιανάκη/

12-2-13
Εκδήλωση – συνεστίαση (βασιλόπιτα για τη νέα χρονιά)

20-2-13
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι «Τρεις νουβέλες: Το όνειρο ενός γελοίου, Λευκές νύχτες, Ένα γλυκό κορίτσι» Παρουσίαση: Ρένα Πετροπούλου- Κουντούρη.


4-3-2013
Χαβιέρ Μαρίας «Όταν ήμουν θνητός». Παρουσίαση: 
Νινέτα Παπαδομανωλάκη.

15-5-13
Σάλιντζερ «Εννέα διηγήματα». Παρουσίαση:Νίκος Τσαπάρας.

4-7-13
Τα μέλη της Λέσχης Διηγήματος Ηρακλείου φιλοξενήθηκαν από την κ. Ελένη Μωυσιάδου, στο σπίτι της, στο Σκαλάνι  και παρουσίασαν δικά τους διηγήματα. Ακολούθησε κριτική και πολύ εποικοδομητική συζήτηση.

29- 9-2013
Μπαλζάκ «Το άγνωστο αριστούργημα». Η παρουσίαση έγινε από την κ. Κατερίνα Ζωγραφιστού.

22-10-2013
Εμμ. Ροϊδη «Συριανά διηγήματα. Παρουσίαση: Πετρουγάκη Ευαγγελία.

14-11-13
Εκδήλωση: Αφιέρωμα στο έργο του Εμμ. Ροϊδη στην αίθουσα της οδού Ανδρόγεω. Ομιλητές : Πετρουγάκη Ευαγγελία, Πολυχρονάκης Δημ., Βογιατζάκη Εύη.

27 – 11-13
«Γυάλινος κόσμος» Τεννεσύ Ουίλιαμς. Παρακολουθήσαμε ως Λεσχη Διηγήματος τη Θεατρική παράσταση, σε σκηνοθεσία Αντ. Ντουράκη από τη θεατρική ομάδα ΙΥΤΤΟΣ.

17-12-13
Μπουκόφσκι «Ερωτικές ιστορίες καλοκαιρινής τρέλας». Παρουσίαση: Αντώνης Τσιρικούδης.

4- 1-14
Αλίς Μονρό «Πάρα πολλή ευτυχία». Παρουσίαση: Ελένη Μωυσιάδου.

12-2-14
Λ. Σεπούλβεδα «Το λυχνάρι του Αλαντίν. Παρουσίαση: Αρετούσα Ιερωνυμάκη.

26-3-14
Συνάντηση αφιερωμένη στο μικροδιήγημα (Ανθολογία ισπανόφωνου μικροδιηγήματος). Τα μέλη της ομάδας διάβασαν και δικά τους μικροδιηγήματα (Μπονσάι).

30 -4-14
Μπόρχες «Διηγήματα». Παρουσίαση από την κ. Ευαγγελία Πετρουγάκη.

28-5-14
Γ. Ευσταθιάδη «Εκατό». Παρουσίαση από την κ. Ρένα Πετροπούλου.

30-6-14
Λευτέρη Γιαννακουδάκη «Απολεσθέντα αντικείμενα». 
Παρουσίαση από την κ. Νινέτα Παπαδομανωλάκη. Ακολούθησε συζήτηση με τον ίδια τον συγγραφέα.

9-9-14
Νίκης Τρουλλινού «Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας». Παρουσίαση από την κ. Ελένη Μωυσιάδου.Ακολούθησε συζήτηση με τη συγγραφέα.

19-10-2014
Ισμήνης Καπάνταη «Οκτώ φορές το δακτυλίδι».  Παρουσίαση από την κ. Μαρία Κουλιεράκη.

2-11-2014
Ν. Σεβαστάκη «Γυναίκα με ποδήλατο». Παρουσίαση από τον κ. Ν. Τσαπάρα.

20-12-2014
Διοργάνωση παζαριού αλληλεγγύης στο ξενοδοχείο ΑΤΡΙΟΝ.
24-1-2011
Ιδρυτική- οργανωτική

23-2-2011
«Στη ρωγμή του χρόνου» Στέλιου Βισκαδουράκη.  Η παρουσίαση έγινε από τον ίδιο το συγγραφέα. Ακολούθησε ανάγνωση διηγημάτων, συζήτηση ανταλλαγή απόψεων και κριτική.

30-3-2011
Γ. Σκαμπαρδώνη «Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος». Τον συγγραφέα και το συγκεκριμένο έργο παρουσίασε η κ. Ελένη Μωυσιάδου. Ακολούθησε ανάγνωση κάποιων διηγημάτων, συζήτηση  και σχετική  κριτική. Στη συνάντηση αυτή τα παρόντα μέλη της  αποφάσισαν ομόφωνα να ονομαστεί η ομάδα «Λέσχη Διηγήματος Ηρακλείου».

27-4-11
Μ. Γκανά «Γυναικών». Η παρουσίαση έγινε από την κ. Ευαγγελία Πετρουγάκη. Ακολούθησε ανάγνωση αποσπασμάτων και ολόκληρων διηγημάτων, ανταλλαγή απόψεων και κριτική.

26-5-11
Ρένας Πετροπούλου «Με μια σοκολάτα αμυγδάλου σου φέρνει ευτυχία». Η παρουσίαση έγινε από την ίδια τη συγγραφέα.

1-6-11
Μαρίας Κουγιουμτζή «Άγριο βελούδο». Η παρουσίαση έγινε από την κ. Μαρία Κουλιεράκη. Ακολούθησε συζήτηση και κριτική.

8-9-11
Γκ. Μαρκές «Δώδεκα περιπλανώμενα διηγήματα». Παρουσίαση από την κ. Ρένα Πετροπούλου. Διαβάστηκαν αποσπάσματα και ακολούθησε συζήτηση και κριτική.

2-10-11
Πραγματοποιήθηκε Εκδρομή στο χωριό Αγ. Θωμάς και επίσκεψη χώρων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Έγινε ξενάγηση από την ξεναγό κ. Αρετούσα Ιερωνυμάκη.

10-11- 2011
Δ. Μίγγα «Των κεκοιμημένων». Η Παρουσίαση έγινε από την κ. Ευαγγελία Πετρουγάκη.

20 – 1- 12
Καθηγητών Ανάλεκτα», ‘Εκδοση της ΕΛΜΕ Ηρακλείου. Κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας. Παρουσίαση από τα μέλη της ομάδας.

29-1-12
Σεμινάριο: Αφηγηματικές δομές στο σύγχρονο διήγημα. Α. Εσαγωγή στο αφήγημα. Από τον Ζαχαρία Κατσακό.

5-2-2012
Αλ. Παπαδιαμάντη «Φόνισσα». Παρουσίαση: Ελένη Μωυσιάδου.

23-2-12
Σεμινάριο:  Βασικές μορφές πεδίου λογοτεχνίας- Λογοτεχνικές συγκλίσεις και αποκλίσεις. Από τον Ζαχαρία Κατσακό.

14-3- 2012
Σεμινάριο: Αφηγηματικές τεχνικές. Από τον κ. Ζαχαρία Κατσακό.

26-3-2012
Παρουσίαση του    βιβλίου «Άσπρο ράσο» του κ. Γ. Μαρκάκη, στην πινακοθήκη του κ. Σχιζάκη. Από την  κ. Ρένα Πετροπούλου.Χαιρετισμός εκ μέρους της Λέσχης από την κ. Πετρουγάκη.

24-4-12
Σεμινάριο: Αφηγηματικές τεχνικές – «Όνειρο στο κύμα» του Αλ. Παπαδιαμάντη. Από τον κ. Κατσακό.

27-4-12
Συμμετοχή της Λέσχης στην παρουσίαση του βιβλίου της κ. Ρένας Πετροπούλου «Μια σοκολάτα φέρνει την ευτυχία». Χαιρετισμός εκ μέρους της Λέσχης από την κ. Πετρουγάκη. Μίλησε για το έργο η κ. Νινέτα Παπαδομανω-λάκη, μέλος της Λέσχης Διηγήματος.

 9-5-12
Παρουσίαση του βιβλίου «Ο Κινέζος Ο Θεός κι μοναξιά» του π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου. Για το βιβλίο μίλησε και ο ίδιος ο συγγραφέας.

12-6-12
Οικονόμου «Κάτι θα γίνει θα δεις». Παρουσίαση από την κ. Μ. Κουλιεράκη.

5-9-12
Αργ. Χιόνη «Οριζόντιο ύψος». Παρουσίαση: Ελένη Μωυσιάδου.

3-10-12
Αφιέρωμα στο έργο του Θ. Βαλτινού. Η εκδήλωση έγινε στην αίθουσα της Ανδρόγεω. Μίλησαν: Πετρουγάκη Ευαγγελία, Μιτσοτάκη Κλαίρη, Δημητρακάκης Ιωάννης και ο ίδιος ο συγγραφέας.

30 -10-12
Μαρίας Αντωνίου «Ποιος σκότωσε τον καθηγητή Μάλεντερ». Η παρουσίαση έγινε από τον κ. Ζ. Κατσακό.

27-11-12
Αντ. Τσέχωφ «Η αγάπη και άλλα 32 διηγήματα». Παρουσίαση: Ευαγγελία Πετρουγάκη.

17-12-12
Λ. Τολστόι “Νουβέλες και διηγήματα». Εκδ. Ροές. Παρουσίαση: Αρετούσα Ιερωνυμάκη.

24-1-13
Ν. Γκόγκολ « Το ημερολόγιο ενός τρελού, το παλτό, το πορτραίτο».  Εκδ. Ηριδανός. Παρουσίαση: Ελένη Βακεθιανάκη/

12-2-13
Εκδήλωση – συνεστίαση (βασιλόπιτα για τη νέα χρονιά)

20-2-13
Ντοστογιέφσκι «Διηγήματα: Το όνειρο ενός γελοίου κ.τ.λ.» Παρουσίαση: Ρένα Πετροπούλου.

4-3-2013
Χαβιέρ Μαρίας «Όταν ήμουν θνητός». Παρουσίαση: Ελένη Βακεθιανάκη.

15-5-13
Σάλιντζερ «Εννέα διηγήματα». Παρουσίαση :Νίκος Τσαπάρας.

4-7-13
Τα μέλη της Λέσχης Διηγήματος Ηρακλείου φιλοξενήθηκαν από την κ. Ελένη Μωυσιάδου, στο σπίτι της, στο Σκαλάνι  και παρουσίασαν δικά τους διηγήματα. Ακολούθησε κριτική και πολύ εποικοδομητική συζήτηση.

29- 9-2013
Μπαλζάκ «Το άγνωστο αριστούργημα». Η παρουσίαση έγινε από την κ. Κατερίνα Ζωγραφιστού.

22-10-2013
Εμμ. Ροϊδη «Συριανά διηγήματα. Παρουσίαση: Πετρουγάκη Ευαγγελία.

14-11-13
Εκδήλωση: Αφιέρωμα στο έργο του Εμμ. Ροϊδη στην αίθουσα της οδού Ανδρόγεω. Ομιλητές : Πετρουγάκη Ευαγγελία, Πολυχρονάκης Δημ., Βογιατζάκη Εύη.

27 – 11-13
«Γυάλινος κόσμος» Τεννεσύ Ουίλιαμς. Παρακολουθήσαμε ως Λεσχη Διηγήματος τη Θεατρική παράσταση, σε σκηνοθεσία Αντ. Ντουράκη από τη θεατρική ομάδα ΙΥΤΤΟΣ.

17-12-13
Μπουκόφσκι «Ερωτικές ιστορίες καλοκαιρινής τρέλας». Παρουσίαση: Αντώνης Τσιρικούδης.

4- 1-14
Αλίς Μονρό «Πάρα πολλή ευτυχία». Παρουσίαση: Ελένη Μωυσιάδου.

12-2-14
Λ. Σεπούλβεδα «Το λυχνάρι του Αλαντίν. Παρουσίαση: Αρετούσα Ιερωνυμάκη.

26-3-14
Συνάντηση αφιερωμένη στο μικροδιήγημα (Ανθολογία ισπανόφωνου μικροδιηγήματος). Τα μέλη της ομάδας διάβασαν και δικά τους μικροδιηγήματα (Μπονσάι).

30 -4-14
Μπόρχες «Διηγήματα». Παρουσίαση από την κ. Ευαγγελία Πετρουγάκη.

28-5-14
Γ. Ευσταθιάδη «Εκατό». Παρουσίαση από την κ. Ρένα Πετροπούλου.

30-6-14
Λευτέρη Γιαννακουδάκη «Απολεσθέντα αντικείμενα». 
Παρουσίαση από την κ. Νινέτα Παπαδομανωλάκη. Ακολούθησε συζήτηση με τον ίδια τον συγγραφέα.

9-9-14
Νίκης Τρουλλινού «Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας». Παρουσίαση από την κ. Ελένη Μωυσιάδου.Ακολούθησε συζήτηση με τη συγγραφέα.

19-10-2014
Ισμήνης Καπάνταη «Οκτώ φορές το δακτυλίδι».  Παρουσίαση από την κ. Μαρία Κουλιεράκη.

2-11-2014
Ν. Σεβαστάκη «Γυναίκα με ποδήλατο». Παρουσίαση από τον κ. Ν. Τσαπάρα.

20-12-2014
Διοργάνωση παζαριού αλληλεγγύης στο ξενοδοχείο ΑΤΡΙΟΝ

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ΤΡΕΙΣ ΝΟΥΒΕΛΕΣ, της Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι,   ΤΡΕΙΣ ΝΟΥΒΕΛΕΣ

Το όνειρο ενός γελοίου, Λευκές νύχτες, Ένα γλυκό κορίτσι. Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου,   Εκδόσεις Γκοβόστη

Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

 Το όνειρο ενός γελοίου είναι η αριστοτεχνική ιστορία ενός ανθρώπου που θέλει να αυτοκτονήσει, επειδή, κατά τη γνώμη του αισθάνεται γελοίος, αλλά τον κυριεύει  ο ύπνος προτού επιχειρήσει το ανεπανόρθωτο. Ονειρεύεται την ευτυχία και απολύτρωση από το θάνατο, ονειρεύεται το υπερπέραν που γίνεται όμως όσο πάει και λιγότερο ελκυστικό, κι όταν τελικά ξυπνάει, εγκαταλείπει την ιδέα του θανάτου. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι την εποχή της συγγραφής του έργου (1847) ο Ντοστογιέφσκι επισήμανε ως ένα αξιοσημείωτο κοινωνικό φαινόμενο τον άνθρωπο-ονειροπόλο. Αυτό τον χαρακτήρα θα τον συναντήσουμε ακόμα κ στα άλλα δυο διηγήματα, τις ‘’Λευκές νύχτες’’ κ στο ‘’ένα γλυκό κορίτσι’’. Γράφοντας στην Εφημερίδα της Αγίας Πετρούπολης , χαρακτηρίζει τον ονειροπόλο, ως τύπο ανθρώπου απόλυτα συντονισμένου με την πόλη, η οποία, ειδικά την περίοδο του καλοκαιριού, φαίνεται να ενθαρρύνει την αποξένωση από την πραγματικότητα.
Απόσπασμα:
  "Είμαι ένας άνθρωπος γελοίος. Τώρα με λένε τρελό. Θα ήταν τίτλος τιμής αν γι’ αυτούς δεν εξακολουθούσα να είμαι το ίδιο γελοίος. Αλλά δεν δυσανασχετώ πια, όλος ο κόσμος μου είναι αρκετά συμπαθής, ακόμη κι όταν με κοροϊδεύουν και θα έλεγε κανείς, πως τότε ίσα ίσα μου είναι συμπαθής. Θα γελούσα κι εγώ μαζί με αυτούς ευχαρίστως, όχι τόσο για μένα, αλλά για να τους κάνω ευχαρίστηση, αν δεν δοκίμαζα τόση θλίψη κοιτάζοντάς τους. Θλίψη να βλέπω πώς δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αυτή την αλήθεια που γνωρίζω εγώ. Τι σκληρό είναι να την γνωρίζεις μόνος εσύ! Αλλά δεν θα καταλάβουν.. όχι, δεν πρόκειται να καταλάβουν..
Άλλοτε υπέφερα πολύ να περνώ για γελοίος δεν φαινόμουν. Ήμουνα. Υπήρξα πάντα γελοίος και ξέρω ότι αναμφίβολα είμαι από γεννησιμιού μου. Θα’ μουν δε θα ‘μουν επτά μόλις χρονών όταν κατάλαβα πως ήμουνα γελοίος. Ύστερα σπούδασα στο πανεπιστήμιο –και όσο σπούδαζα τόσο περισσότερο καταλάβαινα πόσο ήμουν γελοίος. Έτσι που όλη η πανεπιστημιακή μου μόρφωση φαινόταν να μην υπάρχει παρά για να μου δείξει και να μου εξηγήσει, όσο εντρυφούσα σ’ αυτήν, πως ήμουν γελοίος. Χρόνο το χρόνο, βεβαιωνόμουνα όλο και περισσότερο ότι από κάθε άποψη παρουσίαζα ένα γελοίο πρόσωπο. Όλος ο κόσμος με κορόιδευε παντού και πάντα. Αλλά κανενός δεν πέρναγε από το μυαλό ότι αν υπήρχε κάποιος στον κόσμο που ήξερε πιο καλά από όλους ότι είμαι γελοίος, αυτός ο άνθρωπος ήμουνα εγώ. Κι αγανακτούσα που κανείς δεν το φανταζόταν. Σε αυτό φταίω και εγώ, η αλαζονεία μου με εμπόδιζε πάντα να ομολογήσω το μυστικό μου. Αυτή η αλαζονεία αυξανόταν με τα χρόνια, και αν αφηνόμουν μπροστά σε οποιονδήποτε να αναγνωρίζω πως ήμουν γελοίος, πιστεύω πως το ίδιο κιόλας βράδυ θα είχα τινάξει τα μυαλά μου με μια πιστολιά. Έφηβος σαν ήμουν, πόσο είχα υποφέρει στη σκέψη ότι δεν θα μπορούσα να αντισταθώ, ότι ξαφνικά θα όφειλα να το ομολογήσω στους συντρόφους μου. Αλλά όταν ενηλικιώθηκα, αν και από χρόνο σε χρόνο είχα βεβαιωθεί ακόμη περισσότερο για την τρομερή ιδιομορφία μου, κατάφερα για τον άλφα ή βήτα λόγο να ηρεμήσω. Ακριβώς επειδή ως τότε αγνοούσα το γιατί και το πώς. Ίσως το όφειλα σε αυτή την απέραντη μελαγχολία που κυρίευσε την ψυχή μου ύστερα από κάποιο γεγονός απροσμέτρητα ανώτερό μου, δηλαδή: την πεποίθηση που είχα μόνιμα από τότε, ότι εδώ κάτω τα πάντα είναι χωρίς σημασία. Το υποψιαζόμουν αυτό από πολύ καιρό αλλά ξαφνικά βεβαιώθηκα απόλυτα. Ένιωσα απότομα ότι θα μου ήταν αδιάφορο αν ο κόσμος υπήρχε ή αν δεν υπήρχε πουθενά τίποτε. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι και να αισθάνομαι ότι κατά βάθος τίποτε δεν υπήρχε για μένα. Ως τότε νόμιζα πάντα ότι πολλά πράγματα υπήρξαν πριν από μένα. Τώρα αντιλαμβανόμουν ότι τίποτε δεν υπήρχε πριν, ή μάλλον ότι δεν υπήρχε παρά φαινομενικά. Σιγά σιγά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ποτέ δεν υπήρξε τίποτε. Έπαψα τότε να ερεθίζομαι με τους ανθρώπους και κατέληξα να μη τους προσέχω καθόλου. Αυτή η διάθεση εκδηλωνόταν ακόμη και στις πιο ασήμαντες περιστάσεις της ζωής: μου συνέβαινε, λόγου χάρη, περπατώντας στο δρόμο, να σκοντάφτω πάνω τους. Όχι γιατί με είχαν απορροφήσει οι σκέψεις, γιατί τότε δεν θα σκεφτόμουν όσα σκέφτομαι: τα πάντα μου ήταν αδιάφορα. Να μπορούσα τουλάχιστον να βρω τη λύση των προβλημάτων! Ούτε ένα δεν είχα λύσει. Και ο Θεός ξέρει πόσες λύσεις είχα προτείνει! Αλλά, επειδή αδιαφορούσα για όλα, πήγαν και τα προβλήματα στο βρόντο. Να όμως που ξέρω την αλήθεια. Αυτή την αλήθεια την έμαθα τον περασμένο Νοέμβρη, στις τρεις Νοεμβρίου ακριβώς, και από τότε την έχω σταθερά χαραγμένη στη μνήμη μου." 

  Στο "Όνειρο ενός γελοίου" η τεχνική της ζωγραφικής πάνω σε γυαλί βρίσκει εδώ την τέλεια εφαρμογή: το όνειρο και τα παραληρήματα, οι μυθολογικές και εικαστικές αναφορές ,η  παράφορη σύνθεση σε «πίνακες» και οι προεκτάσεις τους, οι αλλοιώσεις εικόνων συνιστούν το απόγειο της τέχνης του συγγραφέα, που δεν διαθέτει κανένα άλλο εργαλείο για να αποδώσει τέτοια τελειότητα, παρά μόνο τις λέξεις. Το όνειρο βρίσκεται στην κατά φαντασίαν τρέλα και πηδάει από τη μια αναφορά στην άλλη, οι στιγμές όμως που περιβάλλουν το όνειρο παρουσιάζονται τελείως διαφορετικές. Παρόλο που το διήγημα ξεκινά σαν μια σκοτεινή αλληγορία, που στο βάθος της ελλοχεύουν η πίκρα, η ειρωνεία, η απόρριψη, ο θάνατος, η ενοχή κ η τρέλα στο τέλος όλα ανατρέπονται, μεσούντος του ονείρου , που μεταγγίζει στον γελοίο ονειροπόλο την πρωτόγνωρη κ  ακατάβλητη δίψα για ζωή.    

«Λευκές Νύχτες   Η νουβέλα του Ντοστογιέφσκι «Λευκές Νύχτες» μας παρουσιάζει έναν από τους χαρακτηριστικούς τύπους της εποχής, ο οποίος είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τον συγγραφέα, όπως προαναφέραμε: τον ονειροπόλο.Στην Αγία Πετρούπολη του 1847, ο άντρας αυτός με διαταραγμένο ψυχισμό που δεν έχει όνομα παρά μόνο ιδιότητα -αυτοαποκαλείται «Ονειροπόλος» εκφράζοντας έτσι με ευμένεια την ανικανότητά του να δράσει , παραδίδεται στις ονειροφαντασίες του και ζει σ’ ένα δικό του ελκυστικό κόσμο των φαντασιώσεων, αρνούμενος να προσγειωθεί στην πραγματικότητα και να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητές της.  Χαμένος στα ειδυλλιακά τοπία της φαντασίας του, είναι έτοιμος να ερωτευτεί με πάθος την οποιαδήποτε νεαρή κυρία θα του δείξει έστω κι ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον. Εάν αυτή, παρ ελπίδα εμφανιστεί, εκείνος θα την αναγάγει στη σφαίρα του απόλυτου έρωτα, αφήνοντας την γήινη υπόστασή της στη φροντίδα ενός άλλου. 

Κι ενώ οι λευκές νύχτες εντείνουν τα πάθη, στη ζωή του εισβάλλει ένα νεαρό κορίτσι που διαθέτει όνομα και υλική υπόσταση, η Νάστιενκα .

Η όμορφη κοπέλα είναι ερωτευμένη με τον «Ένοικο», έναν άντρα επίσης χωρίς όνομα που ενοικίαζε για ένα χρόνο το διαμέρισμα της καταπιεστικής γιαγιάς της. Ο ένοικος φεύγει και μετά μια απελπισμένη της εξομολόγηση, της υπόσχεται πως θα επιστρέψει σ’ έναν χρόνο για να τη συναντήσει και να την πάρει μαζί του.

Ο χρόνος περνάει κι ο ένοικος δεν εμφανίζεται. Ο ονειροπόλος μπαίνει με μοναδική ευκολία στο παιχνίδι της νεαρής κυρίας κι αποφασίζει να τη βοηθήσει με κάθε τρόπο να ξαναβρεί τον απολεσθέντα ερωτικό αντίπαλο, παραμερίζοντας τα δικά του αισθήματα για κείνην...

Όμως ο ονειροπόλος νέος εξαναγκάζεται να εισέλθει στον πραγματικό κόσμο όπου και τελικά συντρίβεται. Η κοπέλα, θα εκμεταλλευτεί τα φιλικά αισθήματα του, για να έρθει σε επαφή με τον αγαπημένο της αλλά και για να παρηγορηθεί στη συνέχεια, από τις διαψεύσεις του πάθους
  της.
 Όταν όμως επιτέλους ο ένοικος εμφανίζεται, η Νάστιενκα εγκαταλείπει χωρίς δεύτερη σκέψη τον ονειροπόλο για να παραδοθεί στον εραστή της και να φύγει μαζί του. Οι «Λευκές Νύχτες» πλουτίζουν με μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα αυτήν την αισθηματική περιπέτεια, προσδίδοντας στο πάθος των ηρώων μια διάσταση μαγείας αλλά και υποδόριας έντασης . Ο συγγραφέας, ιδιαίτερα ονειροπόλος και νευρικός κι ο ίδιος, με ανάλογες ευαισθησίες και ακραίες εμμονές, μεταγγίζει στον ήρωα του πάθη και δυναμικές που ενισχύουν όχι μόνο την νοσηρότητα των ανέλπιδων προσδοκιών και την ματαιότητα του άκρατου ιδεαλισμού αλλά και την βαθιά ανάγκη του νεαρού πλάσματος να ξεφύγει επιτέλους από το καύκαλο του πλαστού κόσμου των ονείρων και να εισχωρήσει στην οδυνηρή πραγματικότητα, ώστε να διεκδικήσει το δικαίωμά του για έρωτα και δημιουργία. 

 Καθώς εξελίσσονται οι δράσεις και πληθαίνουν οι συναντήσεις των δύο νέων, μας αποκαλύπτεται επίσης με εξαιρετική διαύγεια και ο γυναικείος χαρακτήρας, μια ελκυστική γυναίκα στην πρώτη της νιότη, που όμως είναι βαθιά προσηλωμένη στον εαυτό της και αδυνατεί να αντιληφθεί σε βάθος το μαρτύριο του νεαρού άντρα , του οποίου την αδυναμία εκμεταλλεύεται για να ικανοποιήσει τις δικές της εξίσου ζωτικές ανάγκες.

 Ανθεκτική στο πέρασμα του χρόνου, η μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου αποδίδει με ευκρίνεια το μήνυμα του λόγου. Ο Ντοστογιέφσκι γράφει βάσει των αναλογιών που επιβάλλει η έρπουσα αβεβαιότητα των καταστάσεων στις οποίες ενέχονται οι ήρωες: όλα είναι έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται ο κάθε εμπλεκόμενος στο παιχνίδι των εντυπώσεων και όπως τα οριοθετεί η εκάστοτε υιοθετηθείσα οπτική γωνία.  Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης βλέπει στην πραγματικότητα ό, τι ο ίδιος θα ήθελε να δει, να αισθανθεί και να καταγράψει ως αλήθεια στη συνείδησή του. ‘’Η ατμόσφαιρα στις "Λευκές νύχτες" είναι ποιητική και άκρως συγκινητική. Πρόκειται για έναν ύμνο στη νεότητα, την άνοιξη και το πάθος και στη δύναμή τους να μεταμορφώνουν την εγκόσμια πραγματικότητα.’’

Οι «Λευκές νύχτες», ένα διαμάντι με λάμψη ανεξάντλητη, εξακολουθούν ν’ αντέχουν στον χρόνο. Σ’ αυτή την κλασσική πλέον νουβέλα, ο μεγαλοφυής συγγραφέας συγκέντρωσε σε μόλις 91 σελίδες, όλο το ανέφικτο του έρωτα.
  

Ένα γλυκό κορίτσι

   «Φανταστείτε έναν σύζυγο και σε ένα τραπέζι απάνω τη γυναίκα του που αυτοκτόνησε, πάν’ κάτι ώρες, πηδώντας από το παράθυρο»: έτσι ξεκινά το διάσημο διήγημα του Ντοστογιέφσκι με τις πάμπολλες μεταφράσεις («Ένα γλυκό κορίτσι», «Ήμερη» κ.λπ.). Όπως ο Ορέστης του Αισχύλου καταδιώκεται από τις Ερινύες μετά τη μητροκτονία, έτσι και ο χήρος ενεχυροδανειστής του Ρώσου κορυφαίου συγγραφέα βρίσκεται στο στρόβιλο εναγώνιων σκέψεων και μονολογεί. 

Το "φανταστικό" διήγημα "Ένα γλυκό κορίτσι" πρωτοδημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 1876 στο περιοδικό "Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα", που εξέδιδε ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι. Βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία που συνέβη τότε στην Πετρούπολη.
 
Είναι ο μονόλογος ενός ανθρώπου μπροστά στο πτώμα της γυναίκας του, που αυτοκτόνησε πριν από λίγο. Αυτός ο άνθρωπος, προσπαθώντας να δώσει μια εξήγηση στο γεγονός, αρχίζει να αναθυμάται τη σχέση τους, ενώ συγχρόνως κάνει απολογισμό της ζωής του. Τυπικός ντοστογιεφσκικός ήρωας, ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ του καλού και του κακού. Τελικά, οι αναμνήσεις που ζωντανεύουν μέσα του, τον οδηγούν αναπόφευκτα στην αλήθεια και την αυτογνωσία.
 
 Το διήγημα , μας περιγράφει  τη ζωή ενός ενεχυροδανειστή, ο οποίος εξαιτίας μιας ιδιαίτερα τραγικής συγκυρίας έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του, συνειδητοποιώντας την αλήθεια για θεμελιώδη φιλοσοφικά και ηθικά ζητήματα. Όπως και στο «Υπόγειο» του σπουδαίου συγγραφέα, ο αντι-ήρωας της ιστορίας έχει αποστασιοποιηθεί από κάθε τι ανθρώπινο, παρόλο που επιζητεί με έναν δικό του τρόπο την επαφή με τους άλλους. Μισάνθρωπος, τσιγκούνης, σκληρός κ υπολογιστής φορά το καθημερινό του προσωπείο, τόσο στη δουλειά του αλλά κ στο καταθλιπτικό σπίτι του, στο οποίο επιλέγει να παραμείνει φυλακισμένος ή μάλλον προστατευμένος από την υπερβολή της αγάπης, φυλακίζοντας όμως και την δύστυχη, την τόσο αγνή και τόσο αθώα γυναίκα του, η οποία μην αντέχοντας άλλο αυτή την μιζέρια, θέτει τέρμα στη ζωή της. 

 Γιατί για τον Ντοστογιέφσκι, ο φόβος να αγαπάς είναι ο φόβος να είσαι ελεύθερος.

 Μπροστά στο πτώμα της γυναίκας του ο απελπισμένος ενεχυροδανειστής, αποθέτει συγκλονισμένος σκέψεις,  που ποτέ δεν είχε το θάρρος να εμπιστευτεί σ αυτήν, μνήμες προσωπικών στιγμών που ο χρόνος μετάγγισε τη νοσταλγική αύρα τους , κλειδαμπαρωμένες ωστόσο στα βάθη του εαυτού του από φόβο , μήπως εάν κάποτε της τα εκμυστηρευόταν -όλα αυτά τα συναισθήματα που του γεννούσε τελικά η αγάπη του για εκείνη-, η ίδια θα τον εκλάμβανε ως αδύναμο κ θα τον εγκατέλειπε. Με ειλικρινή πόνο σε βαθύ εξομολογητικό τόνο, ο τραγικός σύζυγος περιγράφει την φτωχή, περιθωριοποιημένη καθημερινότητα τους και την σκληρότητά της,  που δυστυχώς τους έπνιξε κ τους δυο.
Σε προγενέστερες εκδόσεις του περιοδικού του, ο Ντοστογιέφσκι είχε ασχοληθεί πολύ με αυτό που θεωρούσε "επιδημία αυτοκτονιών" ανάμεσα στους Ρώσους, Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτά τα φαινόμενα ήταν ακραίες συνέπειες της απουσίας νοήματος και της πνευματικής κατάπτωσης στη σύγχρονη ζωή, που οδηγούσαν στη διάβρωση της θρησκευτικής πίστης.
 
Ο Ντοστογιέφσκι, παίρνει αφορμή από ένα πραγματικό γεγονός και χτίζει αριστουργηματικά μια ιστορία στην οποία μιλάει για τη μοίρα των ανθρώπων με την κατανόηση , που οι ίδιοι αδυνατούν να δείξουν ο ένας στον άλλο.
     Και μια προσέγγιση στις Ντοστογιεφσκικές ηρωίδες, βασισμένη σε ένα κείμενο της Ελένης Λαδιά   «Ω Θεέ μου! Αν μπορούσα να σας αγαπώ μαζί και τους δυό!   Ω αν εσείς είσαστε εκείνος!»

Αυτά τα λόγια είπε η Νάστιενκα στον ονειροπόλο και παρθενικό νέο, που την συντρόφευε τις
 Λευκές Νύχτες της Πετρούπολης, για να περιμένουν μαζί τον πρώτο της αγαπημένο. Και όταν εκείνος επέστρεψε, η κοπέλα παρηγόρησε τον ερωτευμένο πλέον ονειροπόλο με λόγια , που φανέρωναν την δική της αισθηματική σύγχυση. 

Η αισθηματική σύγχυση είναι η φράση-κλειδί που αποκαλύπτει την αισθηματική περιπλοκή στις ντοστογιεφσκικές ηρωίδες, οι οποίες μπερδεύουν τον έρωτα, την αγάπη και τον οίκτο, γοητεύοντας τους άντρες που μετατρέπονται σε πειθήνια όργανά τους. Η πένα του Ντοστογιέφσκι ζωγραφίζει σταθερά αυτά τα αντιφατικά πλάσματα, των οποίων το συναίσθημα ξεπερνά πολλές φορές τα όρια , προκαλώντας συμπεριφορές σαδομαζοχιστικές.
 

Συνήθως αυτές οι γυναίκες δεν γνώριζαν τι πραγματικά ήθελαν, αφημένες στην σοφία των συμβάντων. Ήταν όλες νευροπαθείς, όμορφες, άξιες και με εκκεντρική προσωπικότητα, που βάραινε πρώτα τις ίδιες. Οι ντοστογιεφσκικές ηρωίδες λιποθυμούν και ανεβάζουν πυρετό, όταν βρίσκονται σε νευρική διέγερση, η οποία συμβαίνει πολύ συχνά. Πηγαινοέρχονται στα άκρα, όπου γίνονται ή σαδιστικά τέρατα που δεν μπορεί να τα υπομείνει κανένας η άκρως υπομονετικά πλάσματα που προκαλούν τον οίκτο.
 

Αν μελετήσει κανείς το έργο του Ντοστογιέφσκι αλλά και τον πολυτάραχο βίο του, θα δει ότι στην ζωή του ολόκληρη , τον μεγάλο συγγραφέα έλκυαν γυναίκες αυτής της αρρωστημένης ιδιοσυγκρασίας. Η μητέρα του
 Μαρία Φιοντόροβα Νετσάγιεβα, η πρώτη του γυναίκα Μαρίγια Ντμιτρίεβα  αλλά κ η ερωμένη του Απολλινάρια Σουσλόβα , ήταν ακριβώς αυτός ο τύπος γυναίκας. Γι αυτό λοιπόν, μπόρεσε να τις περιγράψει, να τις ψυχογραφήσει, να τις ζωγραφίσει με τέτοια δεινότητα. Επειδή ακριβώς γνώριζε την κάθε πτυχή του πολύπαθου χαρακτήρα τους, από πρώτο χέρι.

3/31/2015

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ, ΤΡΕΙΣ ΝΟΥΒΕΛΕΣ, ΤΗΣ ΡΕΝΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ