"Αν έχεις ένα κήπο και μια βιβλιοθήκη, έχεις όλα όσα σου χρειάζονται..." Κικέρων, 106-43 π.Χ.

"Αν έχεις ένα κήπο και μια βιβλιοθήκη, έχεις όλα όσα σου χρειάζονται..." Κικέρων, 106-43 π.Χ.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

«ΓΚΙΑΚ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου


«ΓΚΙΑΚ»  του ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΜΑΡΚΟΥ από την Ευαγγελία Πετρουγάκη
                                                                 Παρουσίαση στις 28-9-2015
Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος είναι ένας νέος, αλλά πολύ ταλαντούχος συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1983 σ’ ένα από τα Αρβανιτοχώρια της Λοκρίδας, τη Μαλεσίνα. Είναι υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Η αδελφότητα του πυριτίου» το 1998, σε ηλικία 15 ετών, «Ο τέταρτος ιππότης», το 2001, στα δεκαοχτώ, και τις συλλογές διηγημάτων «Μεταποίηση»(2012) και   «Γκιακ», 2014, που έχει βραβευτεί από το περιοδικό «Αναγνώστης». Το «Γκιακ» περιλαμβάνει οκτώ διηγήματα και μια Παραλογή,(δηλαδή μια έμμετρη ιστορία γραμμένη σε στίχους, και συχνά, όπως εδώ, σε δεκαπεντασύλλαβους).Η Παραλογή αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μη συνδέεται με τα πεζά κείμενα της συλλογής, τονίζει την προφορικότητα της αφήγησης κάτι που όπως νομίζω αποτελεί ένα από τους βασικούς στόχους του συγγραφέα. Εγώ τουλάχιστον εντυπωσιάστηκα από το γεγονός ότι ο Παπαμάρκος, παρά το  νεαρόν της ηλικίας του, έχει αφομοιώσει με αξιοθαύμαστο τρόπο την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και έχει αξιοποιήσει τόσο επιτυχημένα το γλωσσικό ιδίωμα του τόπου του. Διαβάζοντας όμως τους πρώτους στίχους της Παραλογής κατάλαβα ποια είναι η γάργαρη πηγή που αρδεύει  το έργο του και την έμπνευσή του.
«Τ’ απόβραδα που η νυχτιά σκόρπιζε στρατολάτες
 κι όλοι ταχιά μαζεύονταν στα σπίτια για να πάνε
να μην τους πιάσει η σκοτεινιά να μην τους πιάσει η νύχτα
κι όξω από τόπο σίγουρο τους βρει η κακιά η ώρα
έτρεχα δίπλα στη φωτιά δίπλα στο καντηλέρι
στ’ άγιο το φως να κουρνιαστώ να φάγω το φαί  μου.
Έπαιρνε ο πάππος το θρονί και κάθονταν κοντά μου
κι έλεγε και μουρμούριζε στην ξένη τη λαλιά του
για ιστορίες και θάματα που ζησε στα μικράτα».
Ο ίδιος σε μια συνέντευξή του λέει «η σχέση του με τον δεκαπεντασύλλαβο είναι τόσο βαθιά βιωματική που είναι σχεδόν σα να γράφω πεζό». Πράγματι και στα διηγήματά του ο λόγος είναι σα να βγαίνει από τα έγκατα του δεκαπεντασύλλαβου κι από την παράδοση των παραμυθιών των μύθων και των θρύλων.    
  Στο Γκιακ ακούμε την ομιλούμενη γλώσσα της επαρχίας της Λοκρίδας εμπλουτισμένη με αρβανίτικες φράσεις. Η ρεαλιστική ατμόσφαιρα των διηγημάτων, δεν προέρχεται τόσο από  την ιστορία, όσο από την ίδια τη γλώσσα. Οι ήρωες, που αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο τις ιστορίες, είναι όλοι μέτοχοι μιας κοινής εμπειρίας. Πολέμησαν στη μικρασιατική εκστρατεία και ήρθαν αντιμέτωποι με τα πιο βίαια ένστικτά τους.  Άλλο κοινό στοιχείο είναι  η αρβανίτικη  καταγωγή τους. Ο Παπαμάρκος παρουσιάζει καθημερινούς ανθρώπους που ζουν στα χωριά τους  και έχουν το δικό του εθιμικό δίκαιο, τους δικούς τους κανόνες, το κανούν, όπως λένε που ρυθμίζει τη συμπεριφορά τους, μέσα στην μικροκοινωνία τους και στον συγγενικό τους κύκλο. Σε κάποια διηγήματα θίγεται το θέμα της εκδίκησης. Οι ήρωες υπακούουν στον αρβανίτικο κανόνα, την υποχρέωση για εκδίκηση, για αίμα.  Γκιακ στα αρβανίτικα σημαίνει το αίμα, τη συγγένεια εξ αίματος, την κοινή καταγωγή, τη φυλή, αλλά και την βεντέτα, την εκδίκηση.  Όλοι τους ,εκτός από την ηρωίδα της Παραλογής, είναι άντρες, που ο πόλεμος μετατρέπει σε βάρβαρους, σε εγκληματίες πολέμου, σε ανθρώπους που δεν χωρούν πλέον σε καμιά κοινωνία, αν δεν κάνουν συμβιβασμούς, αν δεν κρύψουν, αν δεν αποσιωπήσουν τα όσα φοβερά διέπραξαν. Ήρωες που επιστρέφουν στην παλιά τους ζωή αλλαγμένοι, ξένοι ακόμα  και για τις οικογένειές τους, όπως ο Αργύρης Δέδες, στο διήγημα «Νόκερ». «Μου λέει, έπειτα από κείνο το βράδυ, ακόμα και μες στο δικό μ’ το σπίτ’ ήμανε σα λεπρός. Πως να γινόταν δύναμη κάθε φορά π’ ακούμπαγα κάτι να το πλιένανε. Και το χειρότερο ήταν  το πώς με κοιτάγανε. Με φόβο. Το συλλογιέσαι ντιπ; Να σε βλέπ’ και να σε φοβάται η μάνα σ’ κι ο πατέρας σ’;» «..έρχετ’ ο πατέρα μ’ από κοντά κι ουδέ να μ’ ακουμπήσει, μόνο στέκει στο ένα μέτρο και μου λέει, Αργύρη, πόσο αίμα αθώων έχεις χύσει παιδάκι μ’; Τότες  σα να μ’ ακούμπησε ο Άγιος στον ώμο έγινε μέσα μου μπουνάτσα και γυρνάω και του λέω, γι’ αυτό είναι το αίμα πατέρα. Για να χύνεται».
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον τρόπο των επινοημένων μαρτυριών, που συναντούμε και σε άλλους συγγραφείς, όπως ο Θ. Βαλτινός (Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη, Ορθοκωστά κ.ά.).  Και το γεγονός πως όλα μοιάζουν αληθινά, κι αυτό οφείλεται στην αλήθεια της γλώσσας με την οποία λέγονται. Δηλαδή δεν παραθέτει ρεαλιστικές μαρτυρίες, αλλά διηγείται με ρεαλισμό. Σε μια  γλώσσα ζωντανή ,προφορική που δίνει την ευρύτερη διάσταση του χρόνου και του χώρου. Από τα αρβανιτοχώρια της Φθιώτιδας ως τη Μ. Ασία και την Αμερική, από το 1922 ως την μεταπολεμική Ελλάδα . Οι ιστορίες αυτές θα μπορούσαν να συμβούν οπουδήποτε, οποτεδήποτε.  Η Μικρασιατική εκστρατεία χρησιμοποιείται μόνο ως φόντο στα περισσότερα διηγήματα. Δεν αναφέρονται μάχες  ή οι συνέπειες της ήττας (εκτός από το διήγημα «Ήρθε ο καιρός να φύγουμε»).  Ο Παπαμάρκος αποφεύγει τη μαρτυρία και την καταγραφή των γεγονότων, όπως συμβαίνει σε άλλα έργα, με θέμα τον Μικρασιατικό πόλεμο. Αποστασιοποιείται και αφήνει τους πρωταγωνιστές να μιλήσουν χωρίς μεσολάβηση ή κάποια ερμηνεία από τον συγγραφέα. Έτσι δίνει οικουμενικότητα  στο θέμα του, στον πόλεμο και τα δεινά του, στο φαύλο κύκλο της βίας.
Στο ερώτημα πώς επέλεξε το θέμα και το ιστορικό πλαίσιο των διηγημάτων του απαντά ο ίδιος. «Τυχαία. Για τις ανάγκες του διδακτορικού μου (Ξένοι στρατιώτες και ντόπιοι στις ελληνιστικές πόλεις της Μ. Ασίας) ταξίδεψα  στην περιοχή. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού βρέθηκα σε μέρη που θυμόμουν από τις αφηγήσεις συγχωριανών μου απ’ τη Μαλεσίνα, που είχαν πολεμήσει στη μικρασιατική εκστρατεία. Αφηγήσεις που περνούσαν από τους παλιότερους στους μεταγενέστερους. Έτσι, όταν βρέθηκα στα μέρη αυτά, βγήκαν στην επιφάνεια τα ακούσματα εκείνα και έγραψα το πρώτο διήγημα «Σα βγαίνει ο Χότζας στο τζαμί».   
Μπορεί η θεματολογία και η γλώσσα να πηγάζουν από τη δεκαετία του 1920, αλλά η οπτική και οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Παπαμάρκος είναι μοντέρνες. Σε τρία διηγήματα, στο «Σα βγαίνει ο Χότζας στο τζαμί», «Νόκερ», «Ήρθε ο καιρός να φύγουμε» υπάρχει παρένθετος αφηγητής, που μεταφέρει σε κάποιο γνωστό, τα όσα  του είχε εμπιστευτεί ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ιστορίας, αλλά χωρίς  ο αφηγητής να μπαίνει στο περιθώριο της αφήγησης. Ειδικά στο «Νόκερ», ο παρένθετος αφηγητής, ο νεαρός που ξενιτεύεται για να βρει δουλειά στην Αμερική καταθέτει και τη δική του ιστορία και παρουσιάζεται ως ζωντανός χαρακτήρας.
Ο Παπαμάρκος αποδομεί τα κυρίαρχα εθνικά στερεότυπα. Οι Έλληνες στρατιώτες δεν ήταν μόνο αθώα θύματα. Ήταν και φοβεροί θύτες που συναγωνίζονταν σε αγριότητα τις θηριωδίες των Τούρκων.  Σκότωσαν για να κάνουν το κέφι τους, όπως ο μπάρμπα Κώτσος ή από συνήθεια, όπως ο νόκερ Αργύρης. Αφού το αίμα είναι για να χύνεται. Κυνικές ομολογίες  χωρίς καμιά μετάνοια που  να επιδιώκει τη συγχώρεση. «Είπα αφού τα αίματα έμαθες Αργύρη, στα αίματα θα πορεύεσαι».  Κάποιες ομοιότητες  με τον εθισμένο στο αίμα νόκερ, βρίσκουμε στο διήγημα του Βουτυρά «Ο θρήνος των βοδιών».
   Το «Γκιακ» του Δημ. Παπαμάρκου μας θέτει μπροστά σε σκληρά ερωτήματα και προβληματισμούς.  Είναι άραγε ο πόλεμος που μετατρέπει τους ανθρώπους σε κτήνη ή συμβαίνει μόνο όταν προϋπάρχει  στην ψυχή η ροπή προς το κακό  και τη διαστροφή; Μπορούν οι συνθήκες να μετατρέψουν τον καθένα μας σε βασανιστή και αιμοσταγή δολοφόνο ακόμη και αθώων παιδιών; Στο εξαιρετικό διήγημα πάντως «Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε», ο φόνος και ο βιασμός της κοπέλας, γίνεται  πριν από τον πόλεμο.(σ. 15).  Ο τίτλος του διηγήματος είναι στίχος αρβανίτικου τραγουδιού. (Θα σου κόψω τις κοτσίδες). Ένα ερωτικό τραγούδι, που εμπεριέχει την απειλή και την ταπείνωση. Θα σου κόψω τις κοτσίδες, που σημαίνει θα σε  ακυρώσω ως γυναίκα, για να μη σε ποθώ τόσο. Το ίδιο θέμα τίθεται στο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη «Καπετάν Μιχάλης» ( ο φόνος της Κερκέζας από τον Καπετάν Μιχάλη). Η Ελένη Βακαλό λέει σ’ ένα ποίημά της «Και δαίμονας και άγγελος έτσι γεννιέσαι. Να είσαι άνθρωπος το μαθαίνεις». Αν πάντως πολιτισμός είναι και η χαλιναγώγηση των ενστίκτων, τότε πρέπει να παραδεχθούμε πως είμαστε ακόμη πρωτόγονοι.
Εκείνο που πρέπει οπωσδήποτε να επισημάνουμε είναι ότι όλοι σχεδόν οι ήρωες παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως τα θύματα μιας προσβολής η μιας κατάφωρης αδικίας που τους έγινε και δεν βρήκαν τη δικαίωση παρά μόνον όταν επέστρεψαν από το Μικρασιατικό μέτωπο (Φόνος και βιασμός της αδερφής, η αθέτηση του αρραβώνα και οι δολοπλοκίες για να βγει από τη μέση ο γαμπρός κ. α.). Αλλά στη Μ. Ασία διαπράττουν όμοιες φρικαλεότητες, μ’ αυτές  που υπέστησαν ή ακόμα χειρότερες, χωρίς να σκέφτονται ότι επαναλαμβάνουν την ατιμία που υπέστησαν. Το γκιακ, ο κώδικας τιμής και οι αξίες τους ισχύουν μόνο στο μικρόκοσμο του χωριού τους. Μόλις απομακρύνονται αυτό δεν ισχύει. Σκοτώνουν, βιάζουν, προσβάλλουν, χωρίς κανένα δισταγμό. Ο αφηγητής στο πρώτο διήγημα αναφέρει «Αλλά πάλι σάμπως δεν έκανα κι εγώ; Το μόνο που δεν πείραξα γυναίκα, κι όχι επειδής δεν το σκεφτόμανε, αλλά να, κάθε φορά μου ‘ρχόταν στο μυαλό η αδερφή μ’ και δεν μπόραγα» (σ.17). Ο Παπαμάρκος τονίζει εκτός των άλλων, την εσωστρέφεια και τις αντιφάσεις της αρβανίτικης κοινωνίας. (Βλ. Ντο τ’ α πρες .κοτσίδετε και  Σα βγαίνει ο Χότζας στο Τζαμί).
 Τα πιο δυνατά διηγήματα της συλλογής κατά τη γνώμη μου είναι το πρώτο «Ντο τ’ α πρες κοτσίδετε» και το τελευταίο «Νόκερ», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και τα υπόλοιπα δεν είναι επιτυχημένα. Είναι τόσο κυνικές οι ομολογίες, τόσο σκληρές οι περιγραφές τόσο σοκαριστικές οι αλήθειες που λέγονται ιδιαίτερα στο «Νόκερ» που δύσκολα αντέχονται.( Απλά εδώ με λένε κίλλερ, εδώ με λένε νόκερ κι είν’ έτσι στ’ αυτιά πιο ωραίο). Σκέφτομαι διαβάζοντας τα συγκεκριμένα διηγήματα, πως δεν πρέπει να μιλάμε για κτηνώδη ένστικτα. Αδικούμε τα κτήνη. Εκείνα  δεν εφευρίσκουν τρόπους να βασανίσουν τα θύματά τους. Σκοτώνουν για να επιβιώσουν. Ο Πρίμο Λέβι (Ιταλοεβραίος συγγραφέας που επέζησε από το Άουσβιτς ) λεει «είναι παράλογο πόσο παράλογα κακός είναι ο άνθρωπος»). Ίσως γιατί, όπως λέει η Ελένη Βακαλό  σ’ ένα ποίημά της «Και δαίμονας και άγγελος έτσι γεννιέσαι. Να είσαι άνθρωπος το μαθαίνεις».
    Εν τέλει μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον και ξεχωριστό βιβλίο,  με το οποίο ο συγγραφέας κατορθώνει να προβληματίσει σχετικά με τη φύση της βίας και την παράνοια του πολέμου , χωρίς διδακτικά κλισέ και ηθικολογίες. Δεν καταδικάζει ούτε αθωώνει κανένα. Αλλά εκείνο που πραγματικά το κάνει να ξεχωρίζει είναι οι σύγχρονες αφηγηματικές τεχνικές, η προφορικότητα της αφήγησης, η εξαιρετικά δουλεμένη γλώσσα, που  δεν οδηγεί στην καταγραφή ηθών και εθίμων, αλλά μεταδίδει εμπειρίες καθημερινών ανθρώπων που επηρεάζουν καθοριστικά τη ζωή τους, αλλά και τη ζωή των γύρω τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου